Με την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει, ένα μήνα μετά την έναρξη των εχθροπραξίων, ιδιαίτερη προσοχή έχει συγκεντρώσει αναμφίβολα η πολιτική της Τουρκίας.
Από τη δεύτερη εβδομάδα της σύρραξης αυτής άρχισε να ακούγεται εντονότερα ο ρόλος της Τουρκίας στον πόλεμο, όχι τόσο στο στρατιωτικό αλλά κυρίως στο διπλωματικό επίπεδο. Λόγω των δεσμών που είχαν αναπτυχθεί τελευταία με τη Ρωσία αλλά και μη θέλοντας να «ραγίσουν» οι σχέσεις με τη Δύση έτι περαιτέρω λόγω της καχυποψίας της Δύσης απέναντι στον Ερντογάν, η Τουρκία αποφάσισε να διατηρήσει τη στάση του «επιτήδειου ουδέτερου».
Η στάση αυτή διατρέχει διαχρονικά ως επί το πλείστον την τουρκική εξωτερική πολιτική με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την μη εμπλοκή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με καμία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και την κήρυξη του πολέμου απέναντι στη ναζιστική Γερμανία στις 23 Αυγούστου 1945 μετά τη Συμφωνία της Γιάλτας μεταξύ των Συμμάχων.
Φυσικά, η στάση αυτή εξηγείται από το γεγονός πως η Τουρκία σε αυτές τις περιπτώσεις προσπαθεί να αποκομίσει όσα περισσότερα οφέλη μπορεί. Για αυτόν το λόγο χαρακτήρισε ως παράνομη την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, παρόλα αυτά δεν έκλεισε τον εναέριο χώρο της για τα ρωσικά αεροσκάφη.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Τουρκία είναι πλήρως εξαρτημένη ενεργειακά από τη Ρωσική Ομοσπονδία, καθώς απο εκεί εισάγει το 45% του φυσικού της αερίου, ενώ το τελευταίο χρονικό διάστημα είχαν συναφθεί διάφορες εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες, με πιο σημαντικές αυτές για τους πυραύλους S-400 και την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου, ο οποίος μάλιστα υπολογίζεται οτι θα καλύπτει το 8% με 10% των μελλοντικών αναγκών της Τουρκίας για ηλεκτρική ενέργεια.
Φωτογραφία από την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου. Πηγή εικόνας: Daily Sabah
Από την άλλη μεριά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Τουρκία αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ. Η συνθήκη αυτή επιβάλλει να τηρεί μια διακριτική θέση και να προσπαθεί να καλύπτει κάποιες επιθυμίες των δυτικών συμμάχων, πάντα όμως σε μια προσπάθεια τήρησης ουδέτερης στάσης.
Εις ό,τι αφορά το ουκρανικό ζήτημα, είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση σχετικά με το κλείσιμο των Στενών του Βοσπόρου.
Tις πρώτες ημέρες η Τουρκία πιέστηκε από την Ουκρανία και τη Δύση να κλείσει τα Στενά του Βοσπόρου, ώστε να μην μπορεί να υπάρχει ενίσχυση του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα μέσω της Ανατολικής Μεσογείου. Η κυριαρχία της Τουρκίας στα Στενά πηγάζει από την Συνθήκη του Μοντρέ το 1936, όταν και παραχωρήθηκαν στην Τουρκία πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα για τα Στενά.
Τελικά, στις 28 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε ουσιαστικά το κλείσιμο των Στενών, αφού, βέβαια, σημαντικός αριθμός ρωσικών πολεμικών πλοίων είχε συγκροτηθεί στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, δήλωσε πως «sτο περιβάλλον σύγκρουσης ειδοποιήσαμε όλες τις παράκτιες και μη παράκτιες χώρες να μην κάνουν διέλευση των πολεμικών τους πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει οποιοδήποτε αίτημα. Εφαρμόζουμε τις διατάξεις της Συνθήκης του Μοντρέ».
Για την εξασφάλιση προβολής και βελτίωσης της διεθνούς εικόνας της, η Τουρκική Δημοκρατία προσπάθησε να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, ενώ η ανακοίνωση απο πλευράς Ρωσίας για μείωση της στρατιωτικής της δραστηριότητας στην περιοχή του Κιεβού στο περιθώριο των συναντήσεων στην Κωνσταντινούπολη, χαρακτηρίστηκε ήδη από τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου ως η «σπουδαιότερη πρόοδος των διαπραγματεύσεων», σε μια φανερή προσπάθεια του να αναδειχτεί η συνεισφορά της χώρας του στο αποτέλεσμα αυτό.
Βέβαια, όσο περνάει ο καιρός και η σύρραξη στην Ουκρανία συνεχίζεται, είναι αντιληπτό πως ο Τούρκος πρόεδρος, Ρ. Τ. Ερντογάν, θα αναγκαστεί να πάρει το μέρος της Ρωσίας ή της Δύσης με τις όποιες συνέπειες επιφέρει η εκάστοτε επιλογή. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ΗΠΑ έχουν εντείνει τις πιέσεις να παραχωρήσει η Τουρκία το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 στην Ουκρανία, με αντάλλαγμα την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα κατασκεύης και στην μελλοντική παροχή των πολεμικών αεροσκαφών F-35.
Μένει να δούμε πώς θα κινηθεί από εδώ και πέρα η Τουρκία, η οποία φαίνεται να αναβαθμίζει ακόμα περαίτερω τον ρόλο της στην σύρραξη αυτή μέσω της εμφάνισής της και ως χώρας εγγυήτριας – δύναμης στις προτάσεις που κατέθεσε η Ουκρανία, καθώς και πώς αυτές οι εξελίξεις αυτές θα επηρεάσουν και την Ελλάδα, διότι πάντα σε μια τέτοια συνθήκη επηρεάζεται το ευρύτερο γεωπολιτικό πεδίο.