Άρθρο της Μαίρης Πλέσσα⁕
O Eλληνικός απελευθερωτικός αγώνας (1821-1830), αποτέλεσε τη μοναδική περίπτωση, όπου έμποροι και λόγιοι της διασποράς, κλέφτες, αρματολοί, χωρικοί και κοτζαμπάσηδες της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, πλοιοκτήτες και ναύτες των νησιών συμπορεύτηκαν άλλοτε αρμονικά και άλλοτε όχι, σε έναν αγώνα ενάντια στην οθωμανική εξουσία σε συγκερασμό με τις ιδέες του εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Τις παραμονές της επανάστασης του 1821 η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η σκιά του εαυτού της. Οι Οθωμανοί, που το 1453 διέλυσαν το Βυζάντιο και το 1529 οδήγησαν τα στρατεύματά τους μέχρι τη Βιέννη, αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν την επιστημονική, οικονομική και πολιτική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης και παρέμεναν ένα θεοκρατικό καθεστώς. Αυτό είχε αποτέλεσμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία να παρακμάσει σταδιακά με τον Σουλτάνο να αδυνατεί να ελέγξει πλέον τους τοπικούς διοικητές του, όπως ο Αλή Πασάς της Ηπείρου και ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Εκείνη την περίοδο, στα Βαλκάνια όπου οι Χριστιανοί αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι περισσότεροι Έλληνες μπορεί να έμοιαζαν πολύ με τις άλλες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Όμως, ο Ελληνικός κλήρος κρατούσε προνομιακή θέση καθώς οι Οθωμανοί είχαν δώσει το προβάδισμα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έναντι των άλλων καθιστώντας το «οικουμενικό», η Ελληνική γλώσσα αποτελούσε τη γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και Έλληνες Φαναριώτες επάνδρωναν τα υψηλότερα κλιμάκια της διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διοικούσαν τις ημιαυτόνομες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Εξάλλου, μια μερίδα Ελλήνων αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ’ ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτή. Και μαζί με τους δρόμους του εμπορίου άνοιξαν ταυτόχρονα και οι δρόμοι των ιδεών κι εκεί ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη: ο φιλελευθερισμός και ο εθνικισμός. Ο Ρήγας, ο Κοραής κι άλλοι Έλληνες διανοούμενοι αναλαμβάνουν το ρόλο του καθοδηγητή του λαού με σκοπό την ανάπτυξη της αυτοσυνειδησίας που θα οδηγούσε στην αυτοδιοίκηση, στην ανεξαρτησία. Καθοριστικό της εθνικής ταυτότητας γίνεται το όνομα «Έλλην» αντί του «Ρωμιός» ή «Γραικός», το οποίο οι Έλληνες διανοούμενοι χρησιμοποιούν συνειδητά ακολουθώντας τις αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για να συνδέσουν το παρόν με την αρχαία ελληνική κληρονομιά και τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη.
Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική οργάνωση που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την επανάσταση του 1821, επέβαλε τη νέα ιδέα – και σ’ αυτό καινοτόμησε απέναντι στην ως τότε εθνική επαναστατική παράδοση – ότι οι Έλληνες έπρεπε να παύσουν να περιμένουν μάταια την απελευθέρωσή τους από τους ξένους, ότι όφειλαν να την πετύχουν με δικές τους δυνάμεις με την προϋπόθεση ότι θα είχε προηγηθεί η ενότητα του Γένους και η πειθάρχησή του σε μια κεντρική εξουσία. Πράγματι, στις αρχές του 1820 οι Φιλικοί είχαν καταφέρει να στρατολογήσουν εκατοντάδες ηγετικούς παράγοντες των Ελλήνων κάθε προέλευσης, δίνοντάς τους την αίσθηση κάποιου προορισμού. Επιπροσθέτως, η Φιλική Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους εκτός νόμου οπλαρχηγούς καθώς και τους αρχηγούς στις φάρες των ελληνικών βουνών με πολύ μεγάλη επιτυχία, οι οποίοι μετέπειτα αποτέλεσαν την στρατιωτική ραχοκοκκαλιά του αγώνα.
Η επανάσταση του 1821 επιβλήθηκε και πήρε τη μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης. Κατά τη διάρκεια της η Ελλάδα έμελλε να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Ο φιλελληνισμός – που παρείχε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα – έπαιξε ρόλο στη συσπείρωση του ευρωπαϊκού ρεύματος του φιλελευθερισμού στη δεκαετία του 1820 κι αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα για το καθεστώς της Ιερής Συμμαχίας, μετην υποστήριξη των Ευρωπαίων Φιλελευθέρων.
Αν ο αγώνας συνεχίστηκε επί μια δεκαετία και περισσότερο, αυτό οφείλεται στους περιορισμένους πόρους που διέθετε η Ελλάδα αλλά και στην πάλη για την εξουσία που η διαλυτική της παρουσία πυροδότησε μια σειρά εμφυλίων συγκρούσεων. Η επιτυχία της Επανάστασης επισφραγίστηκε τελικά από το ευρωπαϊκό πολιτικό κλίμα. Η Ευρώπη το 1821 δεν είχε ακόμα κατασταλάξει μεταξύ της αυστριακής ερμηνείας περί ευρωπαϊκής τάξης – που απέκλειε κάθε διασάλευση του status quo – και της βρετανικής ερμηνείας – που απέβλεπε στην αποτροπή κάθε απειλής για την ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων. Η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε κρίσιμο σημείο της απόφασης για την Ευρώπη, καθώς διασάλευσε μεν το status quo, αλλά χωρίς δε να απειλήσει την ευρωπαϊκή ισορροπία των δυνάμεων.
Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων γέννησε μια από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους. Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον Ελληνισμό στην Ελλάδα, και έτσι να πυροδοτήσει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας δεν αποτελούσε παρά ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή που σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις. Με αυτή την έννοια, η ελληνική ανεξαρτησία αποτέλεσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την κινητοποίηση του εθνικισμού και των άλλων βαλκανικών εθνών.
⁕ Η Μαίρη Πλέσσα είναι φιλόλογος-ιστορικός και καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι πτυχιούχος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστήμιου και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (Μ.A.) στην «Ιστορία και στη Διδακτική της Ιστορίας» από το Π.Τ.Δ.Ε. του Ε.Κ.Π.Α.