Η ταινία αυτή σεναριακά και σκηνοθετικά ανήκει στον Aaron Sorkin. Αναφέρεται στα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Σικάγο το 1968, όπου και πραγματοποιείται το εθνικό συνέδριο των δημοκρατικών. Πώς φτάσαμε όμως στον Αύγουστο του 1968; Τη δεκαετία του 60’ στην Αμερική επικρατεί στις τάξεις των νέων το κίνημα των χίπις: σεξουαλική απελευθέρωση, ειρήνη και όχι πόλεμος στο Βιετνάμ, ελεύθερη χρήση ουσιών κάθε είδους. Αυτή η τάση μετουσιώθηκε σε οργάνωση, την οργάνωση των Γίπις, πρωτοστατούντος του Άμπι Χόφμαν. Παράλληλα ο φυλετικός διαχωρισμός και ο ρατσισμός κατά των έγχρωμων είναι ακόμα πασίδηλος σε κάθε τομέα του κράτους και της κοινωνίας. Δημιουργείται γι’ αυτό το λόγο από τον Τομ Χέιντεν η οργάνωση «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία», με κύριο αίτημα την εξάλειψη του φυλετικού διαχωρισμού στο Νότο και την ενσωμάτωση όλων των ανθρώπων στην κοινωνία, με ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες.
Εν τέλει, το περίφημο συνέδριο στο οποίο αναφέρεται και η ταινία έγινε τον Αύγουστο του 1968. Μια επερχόμενη εσωκομματική αναμέτρηση, έντονη αντιπολεμική διάθεση και ειρηνικές συναυλίες, στήριξη στους Μαύρους Πάνθηρες και απόρριψη του φυλετικού διαχωρισμού, αποτέλεσαν τις βάσεις επάνω στις οποίες πραγματοποιήθηκε το συνέδριο. Η κατάληξη είναι γνωστή: ακολούθησαν μάχες διαδηλωτών και αστυνομικών με εκατοντάδες τραυματίες και καταστροφές στις γύρω περιοχές. Συνελήφθησαν 8 άνθρωποι, οι οποίοι και δικάστηκαν.
Πηγή εικόνας: New York Times
Βασικά σημεία της ταινίας
Α) Τζούλιους Χόφμαν – Μπόμπι Σιλ
Το ισχυρότερο σεναριακά δίδυμο αποτελείται από τον δικαστή Τζούλιους Χόφμαν και τον κατηγορούμενο Μπόμπι Σιλ, ιδρυτή του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων. Ο Μπόμπι Σιλ καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης στερείτο τον δικηγόρο του, ο οποίος είχε εισέλθει εσπευσμένα στο νοσοκομείο τις προηγούμενες μέρες. Ο δικαστής Τζούλιους Χόφμαν κώφευε επιδεικτικά απέναντι στο γεγονός ότι ο Μπόμπι Σιλ δεν είχε μια δίκαιη δίκη και δεν απολάμβανε βασικών δικονομικών δυνατοτήτων και ευκαιριών. Στο τέλος, προκειμένου ο δικαστής να σταματήσει τον Μπόμπι Σιλ από τις διαμαρτυρίες που συνεχώς εξέφραζε, τον έδεσε και του έκλεισε το στόμα! Πλέον, δεν μιλάμε απλά για παράκαμψη νομικών δυνατοτήτων, αλλά για έναν ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που διήρκησε μέχρι το τέλος της δίκης και δεν συνέβη σε κάποιο τριτοκοσμικό κράτος, αλλά στην χώρα που υπερασπίζεται (υποτίθεται), περισσότερο από κάθε άλλη την έννοια της ελευθερίας.
Β) Σύνδεση πολιτικής και δικαστικής εξουσίας
Αυτό το δεύτερο σκέλος της ταινίας προβληματίζει κυρίως εμάς τους νομικούς. Η δίκη κινείται από τον Εισαγγελέα Σουλτς, ο οποίος μοιάζει να έχει στενή σχέση με την πολιτική εξουσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Δεν γνωρίζω επισταμένα το αμερικανικό νομικό σύστημα, πάντως ξενίζει ιδιαίτερα στα μάτια ενός ευρωπαίου νομικού, η τόσο στενή σχέση εισαγγελέων και πολιτικών προσώπων. Εάν δε λάβουμε υπόψιν μας και τη μεροληπτική συμπεριφορά του Τζούλιους Χόφμαν, το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο. Εδώ, δεν μιλάμε για μια υγιή και αναπόφευκτη διασταύρωση των εξουσιών, αλλά για ένα θεσμικό αλισβερίσι που γεννά το κλισέ αλλά και διαχρονικό ερώτημα: είναι ανεξάρτητη η δικαιοσύνη; Βέβαια έρχεται σαν νομικό αναλγητικό φάρμακο η έκφραση δυσαρέσκειας από τον Σουλτς για τη δυσμενή διακριτική μεταχείριση που υφίσταται ο Μπόμπι Σιλ από το δικαστή Τζούλιους Χόφμαν. Σαν να λέει ο σκηνοθέτης ότι ακόμα και ο νομικός-κατήγορος με εμφανείς πολιτειακές διασυνδέσεις έχει κάποιες κόκκινες νομικές γραμμές. Συζητήσιμο θα πω εγώ.
Γ) Πώς αλλάζει ο κόσμος;
Η ταινία θα λέγαμε ότι σίγουρα ιντριγκάρει πολιτικά και ιδεολογικά. Δημιουργεί ένα ερώτημα σε όλους τους ανθρώπους του προοδευτικού χώρου και της ευρύτερης αριστεράς σχετικά με την αλλαγή της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης. Δύο πρόσωπα, εκφράζουν δύο διαφορετικές προτάσεις για αλλαγή. Δυο πρόσωπα, δύο δρόμοι.
Γ1) Τομ Χέιντεν: ο μετριοπαθής σοσιαλιστής
Στο πρόσωπο του Τομ Χέιντεν αποτυπώνεται μια ρεαλιστική αλλαγή κατεύθυνσης: ο Τομ Χέιντεν σέβεται τους θεσμούς (χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι είναι ο μόνος άνθρωπος της υπεράσπισης που σηκώνεται σε ένδειξη σεβασμού προς το δικαστή, ένας σεβασμός που δεν απευθύνεται στο πρόσωπο του Τζούλιους Χόφμαν, αλλά στο θεσμό που αυτός εκπροσωπεί), έχει στο μυαλό του ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πολιτικής του αύριο και τουλάχιστον στην αρχή, σνομπάρει την στάση ζωής του Χόφμαν, την αφηρημένη και «χαλαρή» αντιμετώπιση των πολιτικών ζητημάτων.
Γ2) Άμπι Χόφμαν: ο ανυπάκουος επαναστάτης
Ο Άμπι Χόφμαν είναι ένας γνήσιος Αμερικανός επαναστάτης. Διαθέτει απολαυστικό χιούμορ, γελοιοποιεί τους θεσμούς και τους απορρίπτει. Η επανάστασή του εμπεριέχει μουσική, ναρκωτικά, πολιτικό αυθορμητισμό και ταξική απροσδιοριστία. Είναι ένας άνθρωπος που άνετα θα μπορούσε να συμμετέχει και στα γεγονότα του Μάη του ’68 και να εμπλέκεται σε εκείνο το πλουραλιστικό πολιτικό κίνημα της εποχής. Δεν πιστεύει ότι χρειάζεται ένα σταθερό πολιτικό πρόγραμμα, θεωρεί ότι τα όμορφα ένστικτα και η αγάπη των ανθρώπων θα δώσουν τη λύση στα αυριανά προβλήματα. Ο Άμπι Χόφμαν, είναι παιδί των λουλουδιών.
Αν μπορούμε να κρατήσουμε κάτι από τον Τομ Χέιντεν είναι η σοβαρή αντιμετώπιση της πολιτικής. Πράγματι, δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο μόνο με ειρηνικά τραγούδια, χρειάζεται σχέδιο, οργάνωση και πλάνο. Ωστόσο, κρατάμε από τον Άμπι Χόφμαν ότι το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής, οφείλει να είναι το μέγιστο. Δεν πρέπει να επιδιώκουμε τα λίγα και εφικτά, διότι τότε δεν θα πετύχουμε ούτε αυτά, αλλά να αποσκοπούμε στην υψηλότερη κορφή του πολιτικού αγώνα. Εκεί πρέπει να ανεβούμε και να συναντήσουμε τα όνειρά μας. Αυτοί οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας μέσα από την άρητη, σχεδόν σιωπηρή αντίθεση τους, φτιάχνουν μια καινούρια πρόταση, ένα νέο πολιτικό πρόσταγμα. Και αυτό βεβαίως δεν είναι (μάλλον) μια σκηνοθετική επιδίωξη, αλλά η έμπνευση που μένει σε αυτόν που παρακολουθεί την ταινία.
Πηγή εικόνας: RogerEbert.com
Οι ερμηνείες
Οι Σάσα Μπάρον Κοέν και Τζέρεμι Στρονγκ αποδίδουν έξοχα ένα ρεύμα της αριστεράς: την αριστερά του αυθορμητισμού, της καλλιτεχνίας και της αγάπης που δέσποζε στα πολιτικά δρώμενα τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Δεν παίρνουν και πολύ στα σοβαρά το ενδεχόμενο καταδίκης τους, εν πολλοίς το θεωρούν δεδομένο, διότι μέσα στην ουτοπική στάση ζωής τους έχουν και μια απαισιόδοξη πρόβλεψη των πραγμάτων. Είναι σαν να λένε:
«κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πετύχουμε τους στόχους μας, τους οποίους δεν έχουμε προσδιορίσει και ιδιαίτερα, αλλά στο τέλος ξέρουμε ότι θα χάσουμε. Οπότε ας το διασκεδάσουμε».
Ο Έντι Ρέντμεϊν έχει πιάσει πλήρως το νόημα του μετριοπαθούς σοσιαλιστή: ένας άνθρωπος με καλές προθέσεις και μια ενδόμυχη επαναστατικότητα, που την ύψιστη στιγμή της επανάστασης συνειδητοποιεί τι κάνει και έχει ειλικρινά κατακλειστεί από το φόβο. Ο δε Μαρκ Ράιλανς παρουσιάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο έναν μαχόμενο δικηγόρο της καθημερινότητας. Προσπαθεί να υπερασπιστεί τους εντολείς τους εμμένοντας στους τύπους της διαδικασίας σαν ένας γνήσιος θετικιστικής, αλλά δεν μπορεί να αποδεχθεί την αυταρχική δικαστική πρακτική του Τζούλιους Χόφμαν και ξεσπά κατά διαστήματα, αναβλύζοντας από μέσα του το αίσθημα ουσιαστικής δικαιοσύνης και ξεχνώντας το σεβασμό στην έδρα.
Μαθαίνεις ιστορία
Θεωρώ πολύ σημαντικό, όπως έγραψα και στο άρθρο μου για την ταινία Denial, οι ταινίες να μην μένουν σε μια ενεστωτική αναπαράσταση των γεγονότων. Βεβαίως η τέχνη είναι πρωτίστως αυτό που βλέπουμε «εδώ και τώρα», αλλά χρειάζεται ώρες-ώρες να μας κάνει να σκεφτούμε, να αναζητήσουμε ένα ιστορικό γεγονός. Ειδικά οι ιστορικές ταινίες, έχουν τη μαγεία να περνούν μέσα από το φίλτρο τους σημαντικότατα ιστορικά γεγονότα. Κλασσική περίπτωση ο Αγγελόπουλος. Σε τελευταία ανάλυση, ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε τέτοιες περιπτώσεις προσπαθεί να μας προτρέψει να μάθουμε το υπόβαθρο της ταινίας. Αν δεν το ξέρουμε, είναι σαν να μην την είδαμε.
Είμαστε κατευθείαν στο θέμα
Ευτυχώς ή δυστυχώς, βρίθουν οι περιπτώσεις ταινιών με έναν υπερβολικά μεγάλο πρόλογο, που χωρίς κανένα βάσιμο λόγο καταλαμβάνει μεγάλο μέρος στον εγκέφαλό μας. Οι περισσότεροι θεατές μάλιστα, έχουν μια τάση να βαριούνται τις πολλές ιστορικές παρουσιάσεις, τους μεγάλους μονολόγους, τις εικόνες μονότονων τοπίων και θέλουν δράση, θέλουν κίνηση και θέαμα άμεσα. Ε, λοιπόν, αυτή η ταινία αρχίζει σχεδόν κατευθείαν από τη σκηνή της δικαστικής αίθουσας: νομικά επιχειρήματα, αντιπαραθέσεις και ανατροπές εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια των σινεφίλ.
Η ταινία συνδυάζει: επανάσταση, χιούμορ και γνώση. Άρα τι άλλο να ζητήσουμε;