Άποψη της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μαρίνας Βασιλειάδου

Στις 9 Ιουνίου 2020 κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας έλαβε χώρα μία σημαντική διπλωματική νίκη, η οποία έδωσε την λύση σε μία διαφορά 40  περίπου  ετών, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία. Υπό την εκπροσώπηση των Νίκου Δένδια εκ μέρους της ελληνικής πλευράς και του Λουίτζι Ντι Μάιο εκ μέρους της γειτονικής χώρας, και κατόπιν μίας σειράς διαπραγματεύσεων, υπεγράφη η ελληνοϊταλική συμφωνία για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, μέσω της οποίας αναγνωρίστηκε το δικαίωμα κήρυξης Υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), αλλά και η δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων κατά μήκος των ακτών των δύο χωρών. Η εν λόγω συμφωνία αποτελεί μία επέκταση της συμφωνίας των δύο χωρών του 1977 (στην ελληνική νομολογία αποφαίνεται μέσω του Ν. Υπ’αριθ. 786/1978)  η οποία αφορούσε την οριοθέτηση των ζωνών της υφαλοκρηπίδας. Παράλληλα, οι δύο υπουργοί εξωτερικών υπέγραψαν μία κοινή δήλωση για τους πόρους της Μεσογείου,  σύμφωνα με την οποία τα δύο κράτη δηλώνουν πρόθυμα να διατηρήσουν την ισορροπία και την βιωσιμότητα των θαλάσσιων πόρων της  περιοχής.

Αναλυτικότερα, η συμφωνία της 9ης Ιουνίου βασίστηκε εξ ολοκλήρου στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) αναφορικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών βάσει διμερών συμφωνιών. Η μέση γραμμή βάσης  που ορίστηκε συμπίπτει με εκείνη που είχε συμφωνηθεί στις 24 Μαΐου 1977 για την υφαλοκρηπίδα και αποτελείται από 16 σημεία αναφοράς, θέτοντας και ειδικότερους περιορισμούς.  Εξίσου σημαντική είναι η έμφαση που δόθηκε σε κάθε μία από τις νήσους της περιοχής αναφορικά με την οριοθέτηση.  Τα ανωτέρω αναλύονται λεπτομερέστατα στο πρώτο άρθρο της συμφωνίας.  Στο άρθρο 3, επισημαίνεται ότι ως επί το πλείστον κανένα εκ των αλιευτικών δικαιωμάτων ιστορικής σημασίας της Ιταλίας δεν θίγονται από την εν λόγω συμφωνία, ακόμα και στην περίπτωση επέκτασης της  ΑΟΖ της Ελλάδας στα 12ν.μ. όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο. Θα τεθούν, βεβαίως, ορισμένοι περιορισμοί. Το τελευταίο σημείο εξασφαλίζεται από την υπογραφή μίας επίσημης  Κοινής  Γνωστοποίησης  προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία τα δύο κράτη ζητούν την μελλοντική τροποποίηση της κοινής αλιευτικής πολιτικής για την εν λόγω περιοχή, που υπόκεινται στο καθεστώς των διεθνών  υδάτων.  Τέλος, στο άρθρο 4 και τα δύο κράτη συμφωνούν στην ειρηνική διευθέτηση οποιωνδήποτε διαφορών προκύψουν μέσω της αξιοποίησης της διπλωματικής οδού.

Η συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας, καθώς αποτελεί την πρώτη συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών  με μία συνορεύουσα χώρα. Η πολιτική διάστασή της συμφωνίας είναι σαφώς σημαντικότερη έναντι της οικονομικής, κυρίως για την ελληνική πλευρά, καθώς ‘’ανοίγεται ο δρόμος’’ για τέτοιου είδους μελλοντικές συμφωνίες, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται για πρώτη φορά και επιβεβαιώνεται επισήμως από μία τρίτη χώρα η ύπαρξη όλων των θαλασσίων ζωνών για τις νήσους της Ελλάδας, όπως άλλωστε ορίζεται και από το άρθρο 121 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας περί του καθεστώτος των νήσων. Μελετώντας περαιτέρω την συμφωνία διαπιστώνεται ότι τα οφέλη της ιταλικής πλευράς είναι σαφώς περισσότερα από οικονομικής απόψεως, κυρίως  λόγω της διατήρησης των αλιευτικών δικαιωμάτων στο Ιόνιο πέλαγος, τα οποία αποτελούσαν ένα εκ των εμποδίων σύναψης της συμφωνίας σε προγενέστερο στάδιο. Φυσικά, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, οι δηλώσεις της Ιταλικής πλευράς αναφορικά με την ύπαρξη των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα ύδατα του ιονίου πελάγους και η σημασία της συμφωνίας για την νομιμοποίηση του καθεστώτος στην περιοχή.

Στον αντίποδα, η πλήρης αναγνώριση των θαλασσίων ζωνών στο ιόνιο πέλαγος  από μία τρίτη χώρα εγείρει προβληματισμούς αναφορικά με την σχέση της Ελλάδας με την γειτονική Τουρκία. Η τελευταία, καθ’όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων και κατόπιν της δημοσίευσης της συμφωνίας παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις. Αν και μέσω της αναγνώρισης των θαλασσίων ζωνών της Ελλάδας από τη Ιταλία κατοχυρώνεται η ύπαρξη  αυτών σε όλη την έκταση της επικράτειάς της, συμπεριλαμβανομένων και των νήσων, η Τουρκία εξακολουθεί να επισημαίνει τις ειδικές περιστάσεις που παρατηρούνται στο Αιγαίο πέλαγος. Συνεπώς, μία συμφωνία αντίστοιχου μορφώματος, όπως κηρύχθηκε με την Ιταλία, δεν είναι σε καμία περίπτωση βιώσιμη. Η τουρκική πλευρά καλεί την Ελλάδα να αποδεχθεί μία κατάσταση ίσης κατανομής της θαλάσσιας έκτασης, όπως συμφωνήθηκε και με το μνημόνιο Τουρκίας- Λιβύης. Βεβαίως, εάν λάβουμε υπόψη και την ιδιόμορφη κατάσταση που επικρατεί στο Αιγαίο λόγω της αναφοράς στον όρο casus belli ως προς την ελληνική πλευρά σε περίπτωση επέκτασης των ναυτικών μιλίων της από 6 σε 12, καθίσταται σαφές ότι ένας πολιτικός συμβιβασμός αντίστοιχου βεληνεκούς με την ελληνοιταλική  συμφωνία δεν δύναται να επιτευχθεί στο άμεσο μέλλον.