Παραδοσιακά η Ρωσία αποτελεί τον σημαντικότερο εξαγωγέα πετρελαίου και φυσικού αερίου, με τα έσοδα να αγγίζουν το 45% του κρατικού προϋπολογισμού.

Αμέσως μετά την  έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία, η ΕΕ ως βασικός αγοραστής ρωσικών ορυκτών καυσίμων, επέβαλλε αυστηρότατες κυρώσεις στον τομέα της ενέργειας, με σκοπό την εξαθλίωση της ρωσικής οικονομίας και την οριστική παύση του πολέμου. Η απομάκρυνση επομένως της μεγαλύτερης πηγής απορρόφησης των ενεργειακών προϊόντων, ώθησε την Ρωσία να υλοποιήσει το ενδεχόμενο μεταστροφής των εξαγωγών της στην Ανατολή, ρίχνοντας όμως κατακόρυφα τις τιμές σε σχέση με τους προηγούμενους αγοραστές.

Πιο συγκεκριμένα οι βλέψεις της νέας ρωσικής πολιτικής έχουν στραφεί κυρίως προς την Κίνα και την Ινδία. Βασικός πάροχος ενέργειας δε για την πρώτη, είναι η Σαουδική Αραβία, με την οποία το Πεκίνο χρειάστηκε χρόνο για να διαμορφώσει την εμπορική σχέση όπου βρίσκονται οι δύο δυνάμεις σήμερα. Σκοπός βέβαια του Κρεμλίνου είναι η παραγκώνιση των ανατολικών εισαγωγών και η καθιέρωση των ρωσικών ενεργειακών πόρων ως βασική πηγή εφοδιασμού της Κίνας. Αισθητή έκανε την συγκεκριμένη πολιτική γραμμή η συμφωνία ανάμεσα σε Πεκίνο και Μόσχα, τον Φεβρουάριο, για την προμήθεια φυσικού αερίου διαμέσου ενός νέου αγωγού, η οποία θα διαρκέσει 30 χρόνια και οι πληρωμές θα πραγματοποιούνται σε ευρώ.

Στο στόχαστρο των ρωσικών βλέψεων για την επέκταση των ενεργειακών ροών στην Ανατολή, βρίσκεται και η Ινδία, της οποίας ο υπερπληθυσμός φαίνεται να δελεάζει ιδιαίτερα, ως προς την άμεση κάλυψη των οικονομικών αναγκών της Μόσχας, καθώς αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο καταναλωτή πετρελαίου παγκοσμίως. Για το 2021 το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα βρίσκονται στην πρώτη θέση ως προμηθευτές της χώρας, την στιγμή που η Ρωσία εκπροσωπεί μόλις το 2% των ινδικών εισαγωγών σε πετρέλαιο. Βάσει του γεγονότος πως η Ινδία δεν καταδίκασε τις επιθετικές κινήσεις του Κρεμλίνου και την εισβολή στην Ουκρανία, αίσθηση έκανε η έντονη αύξηση εισαγωγών πετρελαίου από την χώρα, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του επόμενου έτους.

Όπως προαναφέρθηκε όμως, σε κάθε περίπτωση, παρά το πλεονέκτημα των παρόντων συνεργασιών με την Ανατολή, οι τιμές με τις οποίες έχουν κοστολογήσει τα ορυκτά καύσιμα, δεν μπορούν να συναγωνιστούν τα έσοδα που λάμβανε η χώρα από την Δύση.

Όπως η Ινδία, έτσι και το Πακιστάν κράτησαν ουδέτερη στάση ως προς τον Ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, χωρίς να επιβάλουν ενεργειακό εμπάργκο, ανοίγοντας την δίοδο για την δημιουργία αγωγού αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα μεταφέρει LNG από το Καράτσι στα βόρεια του Πακιστάν. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως στατιστικά ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικεί σε χώρες που είτε έχουν κρατήσει ουδέτερη στάση απέναντι στον πόλεμο, είτε έχουν ξεκαθαρίσει την υποστήριξη τους στην Ρωσία. Ανάμεσα τους και η Κίνα, η οποία δηλώνει πολλές φορές ανοιχτά σε πολιτικό επίπεδο προπαγανδιστικά σχόλια υπέρ της χώρας.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα όμως που ταλανίζει αυτήν την στιγμή την δυτική οικονομία, και παρά την ισχυρή πολιτική βούληση, είναι η ανυπολόγιστη δυσκολία να απεξαρτηθεί πλήρως από τις ρωσικές πηγές ενέργειας, που για χρόνια αποτελούσαν τον βασικό προμηθευτή της. Στην περίπτωση των ΗΠΑ η αποκοπή και η επιβολή εμπάργκο ήταν άμεση λύση για την εξαθλίωση της ρωσικής οικονομίας, η Ευρώπη από την άλλη πλευρά όμως προβλέπει την σταδιακή αποδέσμευση της, εξερευνώντας νέους τρόπους εισαγωγής ενέργειας.