Η πραγματικότητα παρουσιάζεται συνήθως, σαν μία αλήθεια ανίκανη να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές. Ακόμα και σε ζητήματα που έχουν διατυπωθεί, ώστε να βρίσκονται σε σχετική ισορροπία, οι αντιρρήσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε ιδέας. Έτσι, και η επονομαζόμενη «κακή τράπεζα» δεν ξέφυγε από αυτό το διαλεκτικό μονοπάτι. Αν και έχει εφαρμοστεί και δοκιμαστεί στο παρελθόν, η παρουσία της στο δημόσιο διάλογο φέρνει προβληματισμούς και απορίες. Πρόσφατα, υπήρξαν αναφορές από την ΕΚΤ, για δημιουργία μιας τέτοιας τράπεζας, αν και ευρωπαίοι αξιωματούχοι φαίνεται να την απορρίπτουν. Πάμε, όμως, να δούμε περί τίνος πρόκειται.

Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στο σχέδιο «Ηρακλής», δηλαδή την μετατροπή των κόκκινων δανείων σε τίτλους και τη μεταπώλησή τους με χαμηλότερες τιμές σε Fund. Οι «κακές» τράπεζες, λοιπόν, είναι το αντίπαλον δέος της τιτλοποίησης, μία εναλλακτική μέθοδος σωτηρίας των τραπεζών. Στόχος του εγχειρήματος είναι η μεταφορά των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες σε αυτή τη δημόσια «κακή» τράπεζα, ώστε να ανακουφιστούν από το βαρύ φορτίο των απλήρωτων δανείων.

Ας υποθέσουμε ότι τα κόκκινα δάνεια είναι μια «μαύρη τρύπα» στους ισολογισμούς των τραπεζών. Σε αυτή τη περίπτωση, χρήματα που θα μπορούσαν να διατεθούν σαν δάνεια στη πραγματική οικονομία, χρησιμοποιούνται απλώς για να καλυφθούν τα κενά των κόκκινων δανείων. Η λύση της τιτλοποίησης δηλώνει πως το τραπεζικό ίδρυμα πουλά αυτά τα κενά σε ξένα ταμεία με αντάλλαγμα ένα μικρό ποσοστό από την πραγματική αξία των δανείων. Για παράδειγμα, η πώληση ενός κόκκινου δανείου σε τιμή 10 ευρώ, ενώ η πραγματική του αξία (άρα και η «μαύρη τρύπα» στον ισολογισμό) είναι 100 ευρώ, συνεπάγεται πως πλέον το κενό είναι 90 ευρώ και τα υπόλοιπα 10 ευρώ είναι η ρευστότητα που δύναται να χορηγηθεί σε νέα δάνεια. Ωστόσο, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, οι συνέπειες αυτής της μεθόδου στο δημόσιο χρέος, στις τράπεζες και στις πρώτες κατοικίες, σε όφελος των Fund, αποτελούν – ή καλύτερα θα έπρεπε να αποτελούν – εμπόδιο στη συνέχεια ενός τέτοιου σχεδίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, η «κακή» τράπεζα έρχεται σαν ένα ίδρυμα, που θα περισυλλέξει τις «μαύρες τρύπες» από τα τραπεζικά ιδρύματα, με αντάλλαγμα εγγυήσεις IOU, ίσης αξίας με τα κόκκινα δάνεια (100 ευρώ στο εν λόγω παράδειγμα). Αυτές οι εγγυήσεις «I Owe You» επισημαίνουν πως η αξία των κόκκινων δανείων που μεταφέρονται στη «κακή» τράπεζα, θα επιστραφεί στα ιδρύματα μελλοντικά, ως αποζημίωση από το δημόσιο. Παράλληλα, όσοι πολίτες συνδέονται με αυτά τα κόκκινα δάνεια και δυσκολεύονται να αποπληρώσουν, πληρώνουν ενοίκιο ανάλογο των εισοδημάτων τους σε αυτή τη τράπεζα, έως ότου οι αξίες των περιουσιακών στοιχειών του δανείου επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα. Άρα, οι τράπεζες καλύπτουν τις «μαύρες τρύπες» με εγγυήσεις που βελτιώνουν την ικανότητά τους να αναλάβουν νέους δανειακούς «κινδύνους», ενώ παράλληλα απομακρύνεται το ενδεχόμενο εξώσεων σε μία τέτοια θολή περίοδο. Ωστόσο, ενώ εξασφαλίζεται η αποπληρωμή της τράπεζας στο μέλλον, το συγκεκριμένο μοντέλο αδυνατεί να συνεισφέρει στη παροχή άμεσης ρευστότητας αντίστοιχης των 10 ευρώ της περίπτωσης της τιτλοποίησης.

Όπως και στα περισσότερα θέματα, έτσι και εδώ, οι εσωτερικές αντιφάσεις και των δύο λύσεων πρέπει να μας οδηγήσουν σε μετριοπαθείς στρατηγικές, μακριά από τη δαιμονοποίηση της μίας ή της άλλης. Τόσο η τιτλοποίηση, όσο και η «κακή» τράπεζα μπορούν να λειτουργήσουν κάτω από τις ορθά επιλεγμένες συνθήκες. Επομένως, θέτοντας ως προτεραιότητα την πρώτη κατοικία και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα ήταν θεμιτή η ίδρυση μίας «κακής» τράπεζας, η οποία θα συλλέξει τα συγκεκριμένα δάνεια. Τα υπόλοιπα, χωρίς την εγγύηση του δημοσίου, θα μπορούσαν να πωληθούν ως τίτλοι. Με την ύφεση του κορονοϊού να βαθαίνει, είναι ζωτικής σημασίας να στηριχτεί και να αναστηλωθεί η κοινωνική οικονομία με ορθολογικές προτάσεις. Όσο πυροβολούμε τον αγγελιοφόρο, η στασιμότητα που μας στοιχειώνει θα επιμένει πεισματικά.