Άρθρο της Μαίρης Πλέσσα*, με αφορμή τα θέματα στη Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στις Πανελλαδικές εξετάσεις.

Καταρχάς πρέπει να ομολογήσω την ευχάριστη έκπληξή μου για τα σημερινά θέματα στη Νεοελληνική Γλώσσα.

Προφανώς οι θεματοδότες της Κεντρικής Επιτροπής έλαβαν υπόψη τους τις αιτιάσεις πολλών συναδέλφων σχετικά με την ιδιαίτερη προτίμηση σε κείμενα που δημοσιεύονται σε συστημικές εφημερίδες (με προεξάρχουσες το Βήμα και την Καθημερινή) και αποφάσισαν το πρώτο – τουλάχιστον – κείμενο να είναι από την εισαγωγή του πρόσφατα εκδοθέντος βιβλίου του Ραϋμόνδου Αλβανού (διδάσκοντος στο Ε.Α.Π. στο Π.Μ.Σ. «Δημόσια Ιστορία» και επιστημονικού υπεύθυνου του Πάρκου Εθνικής Συμφιλίωσης), «Ο ελληνικός εμφύλιος. Μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες (εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2022).

Το κείμενο έφερε τον τίτλο «Γιατί να μαθαίνουμε ιστορία;» και είχε θέμα τη σημασία της ιστορικής γνώσης και συνείδησης στους νέους.

Δε θα διαφωνήσω καθόλου στις αιτιάσεις του κ. Αλβανού, γιατί δεν αρέσει η ιστορία στους νέους ανθρώπους. Εν πολλοίς αναφέρει την παπαγαλία, την προσήλωση στα γεγονότα και στις προσωπικότητες και στο γεγονός ότι δεν κατορθώνει η σχολική ιστορία να αναδείξει την σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Άλλωστε αυτά τα βιώνει όποιος συνάδελφος διδάσκει το μάθημα της ιστορίας σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης και έχουν καταγραφεί και σε πρόσφατη δική μου έρευνα στο πλαίσιο εκπόνησης της διπλωματικής μου εργασίας στο Ε.Α.Π..

Θα προσέθετα ότι ο τρόπος που διδάσκεται το μάθημα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η προσκόλληση στη στείρα απομνημόνευση των σχολικών εγχειριδίων, σε συνδυασμό με τον εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα του Γενικού Λυκείου και τον προσανατολισμό στις Πανελλήνιες εξετάσεις, δε βοηθά στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος των μαθητών και ως εκ τούτου δε μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά ούτε στη δημιουργία ιστορικής συνείδησης πολλώ δε μάλλον εθνικής ταυτότητας.

Τα υπάρχοντα σχολικά εγχειρίδια αν και δεν αναπαράγουν ρητορική μίσους και στερεοτυπικές αντιλήψεις σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθούν να είναι κακογραμμένα, πυκνά και δυσνόητα άνευ αιτίας για τους μαθητές, ενώ τα αναλυτικά προγράμματα και οι οδηγίες για τη διδασκαλία του μαθήματος αντικατοπτρίζουν την κατεύθυνση που επιζητεί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ και την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική. Είναι, άλλωστε, γνωστό σε κάθε συνάδελφο που έχει μεράκι για το μάθημα της ιστορίας ότι χρειάζεται να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, για να κατακτήσει το ενδιαφέρον των μαθητών, ώστε οι μαθητές να συμμετέχουν, να κάνουν διάλογο και εν τέλει να αγαπήσουν, να ασχοληθούν με την ιστορία.

Στα σημερινά θέματα της Λογοτεχνίας, το κείμενο αφορούσε το ταγάρι, που είναι μικρός σάκος από χοντρό, χειροποίητο, μάλλινο ύφασμα, που κρεμιέται από τον ώμο και που το χρησιμοποιούν οι χωρικοί, για να βάζουν την τροφή τους και είδος γυναικείας τσάντας. Πόσοι άραγε μαθητές έχουν δει ταγάρι, ώστε να γράψουν αν θα το κρατούσαν ή όχι;

Κάτι που πρέπει ωστόσο να επισημανθεί είναι ότι οι μαθητές δεν έρχονται στο σχολείο ως tabula rasa. Η ίδια η επιστήμη της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης ανέτρεψε την πεποίθηση περί ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών, αναδεικνύοντας το ρόλο του κοινωνικού και οικονομικού υπόβαθρου στη σχολική επίδοση, καθώς τα μορφωτικά, οικονομικά χαρακτηριστικά της οικογένειας αντανακλούν την κοινωνική θέση της, ασκώντας μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού και στη σχολική του επίδοση.

Η δυνατότητα πρόσβασης σε υλικά και πνευματικά αγαθά, ανάλογα με τη θέση των κοινωνικών ομάδων στην κοινωνική ιεραρχία, συνεπάγεται διαφορετικές προσλαμβάνουσες, αξίες, κουλτούρα και πρόσληψη της γνώσης.Επιπλέον, σημαντικός ρόλος στη σχέση του μαθητή με την ιστορία είναι οι προσλαμβάνουσες που μπορεί να έχει μέσα στο περιβάλλον που ζει και αναπτύσσεται.

Ποια είναι άραγε η σχέση ενός σύγχρονου μαθητή με τα ιστορικά κατάλοιπα ειδικά στις σύγχρονες αστικοποιημένες κοινότητες, όπου η τεχνολογική εξέλιξη επηρεάζει κάθε προσλαμβάνουσα του εφήβου και η σχέση με τα υλικά ιστορικά κατάλοιπα είναι από μηδαμινή ως αδιάφορη;

Αναρωτιέμαι ποια σχέση με τα ιστορικά κατάλοιπα και τι προσλαμβάνουσες μπορεί να αναπτύξει ένας μαθητής που ζει κοντά στη μάντρα της Κοκκινιάς, στην πάλαι ποτέ προσφυγική συνοικία της Νίκαιας, ή στα Λιπάσματα στη Δραπετσώνα, ποια ο μαθητής που ζει στην αγροτική επαρχία ή στην «Αθηναϊκή Ριβιέρα»; Αυτό που στην ουσία θέλω να τονίσω είναι ότι το εξωσχολικό περιβάλλον, ο δημόσιος χώρος, η οικογένεια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζουν τη διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης από τους μαθητές, δημιουργώντας πολλές φορές στρεβλές αντιλήψεις και χρειάζεται ο/η διδάσκων/ουσα να δουλέψει με πείσμα εναντίον των προκαταλήψεων που έχουν οι μαθητές.

Στο δια ταύτα… Ας κάνουμε τον κόπο να διαβάσουμε τις απαντήσεις που θα δώσουν οι μαθητές μας ως απάντηση στο β’ ερώτημα της παραγωγής λόγου σχετικά με βιωματικούς τρόπους που μπορούν να καλλιεργήσουν το ενδιαφέρον τους για το ιστορικό παρελθόν. Στο πλαίσιο της διπλωματικής μου εργασίας κατά τη διάρκεια του προηγούμενου σχολικού έτους είχα ρωτήσει μαθητές της Γ’ Λυκείου τι θα μπορούσαν να προτείνουν, για να γίνει πιο ενδιαφέρον το μάθημα της ιστορίας.

Όπως αποτυπώθηκε στις απαντήσεις των μαθητών/μαθητριών η ανάγκη απαγκίστρωσης του μαθήματος από το σχολικό βιβλίο και τη στείρα απομνημόνευση, η επιθυμία για ένα πιο διαδραστικό μάθημα (με τη χρήση νέων τεχνολογιών, την προβολή ντοκιμαντέρ ή με τη μορφή ερευνητικών εργασιών), οι επισκέψεις σε τόπους ιστορικής μνήμης, δίνοντας έμφαση στην σύγχρονη ιστορία, με περισσότερο αντικειμενική και λιγότερο εθνοκεντρική οπτική και με προσανατολισμό στην παγκόσμια ιστορία, αποτελεί το ζητούμενο και για μαθητές και για εκπαιδευτικούς.

*Η Μαίρη Πλέσσα είναι Φιλόλογος-Ιστορικός και υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Πειραιά, με οργανική θέση στο 1ο ΓΕΛ Κερατσινίου. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων (Μ.Α. – Master of Atrs) στην «Ιστορία και στη Διδακτική της Ιστορίας» από το Π.Τ.Δ.Ε. του ΕΚΠΑ και (Μ.Ed. – Master of Education) από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΕΑΠ «Επιστήμες της Αγωγής». Η διπλωματική της εργασία στο Ε.Α.Π. έχει τίτλο «Η αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας στη σχολική ιστορία του Γενικού Λυκείου. Η οπτική των φιλολόγων». Έχει συμμετάσχει ως εισηγήτρια, κριτής και επιμορφώτρια σε ημερίδες, σεμινάρια και συνέδρια με θέματα την Νεότερη Ελληνική Ιστορία, τη διδακτική της ιστορίας, τη σχολική ιστορία, καινοτόμες πρακτικές στην εκπαιδευτική πράξη, την ιστορία της εκπαίδευσης και την εκπαιδευτική πολιτική.