Εν μέσω του βάναυσου πολέμου στην Ουκρανία και της μεγαλύτερης ενεργειακής κρίσης που η υφήλιος αντιμετωπίζει τα τελευταία 40 χρόνια, η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ήταν αναμενόμενο να συγκεντρώσει τα βλέμματα και να βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Όταν μάλιστα η επίσκεψη αυτή συνδυάζεται χρονικά  με Τουρκικά αιτήματα για την αγορά νέων F-16, αλλά και την πρώτη ιστορικά ομιλία Έλληνα Πρωθυπουργού στο Κογκρέσο δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι το διακύβευμα ήταν ίσως υψηλότερο από ποτέ. Πως αξιολογείται λοιπόν η επίσκεψη αυτή και ποια ήταν τα αποτελέσματα της

Αρχικά, θετική ήταν η διπλή αναφορά του Πρωθυπουργού τόσο ενώπιων του προέδρου Μπάιντεν, όσο και του Αμερικανικού Κογκρέσου για την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, αλλά και την σαφή απόρριψη κάθε σεναρίου διχοτόμησης του νησιού.  Όπως σωστά τονίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετέβη στις ΗΠΑ, όχι μόνο ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Πολιτείας, αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού του οποίου η Κύπρος και οι Ελληνοκύπριοι αποτελούν συστατικό μέρος.  Αν και οι επευφημίες του Αμερικανού προέδρου και των μελών του Κογκρέσου ήταν σίγουρα θετικές, δεν μπορεί να μην χαρακτηριστεί απογοητευτική η έλλειψη μιας σαφούς αναφοράς από πλευράς τους για την ανάγκη επίλυσης του ζητήματος και υποστήριξης των ελληνικών θέσεων.

Εξίσου θετική ήταν και η είδηση για το ενδιαφέρον από πλευράς Ελλάδας για την αγορά ενός σμήνους μαχητικών F-35. Μία τέτοια πιθανή αγορά σε συνδυασμό με την απόκτηση των Rafale και την αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων F-16, θα αυξήσει το αξιόμαχο της Πολεμικής αεροπορίας και την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον και απέναντι σε μια Τουρκία η οποία εξακολουθεί να υιοθετεί πολιτικές αναθεωρητισμού.  Μάλιστα, η πιθανή συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), στην παραγωγή των F-35 θα αποτελέσει όχι μόνο μια απαραίτητη αναζωογόνηση για τον κλάδο αυτό που έχει υποστεί σημαντική κάμψη λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά θα προσφέρει και μια πολύτιμη εισαγωγή τεχνογνωσίας.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις αναλύσεις απόστρατων και εν ενεργεία ανώτατων αξιωματικών, η επένδυση των F – 35 θα πρέπει να συνοδευτεί από τις ανάλογες υποδομές (μηχανική υποστήριξη, logistics, επιμόρφωση προσωπικού κλπ), διαφορετικά δεν θα είναι αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα, η στρατηγική υστέρηση της Ελλάδας ως προς τα  UAVs (drones), σε σύγκριση με την Τουρκία που ήδη διαθέτει και εξάγει, επιτάσσει την άμεση εστίαση της ελληνικής πολιτείας στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς έχει ήδη χαθεί χρόνος.

Επίκεντρο όμως και επιστέγασμα της διήμερης αυτής επίσκεψης στις ΗΠΑ, αποτέλεσε η ομιλία του Πρωθυπουργού στο Αμερικανικό Κογκρέσο. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας αφιερώθηκε στις κοινές αξίες και δεσμούς που ενώνουν τις δύο χώρες και στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν έλειψαν οι έμμεσες αναφορές στην Τουρκία.

Παρόλα αυτά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μην αναφερθεί ευθέως στην γείτονα χώρα. Αν και η επιλογή αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή για λόγους διπλώματιας, δεν μπορεί να μην χαρακτηριστεί ως μια χαμένη ευκαιρία.

Ο Πρωθυπουργός είχε κάθε δικαίωμα να εκθέσει στο Κογκρέσο, το οποίο διαθέτει τον τελευταίο λόγο για την εκτέλεση εξοπλιστικών προγραμμάτων, τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τον ασταθή της χαρακτήρα ως μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο αρνείται να υιοθετήσει κυρώσεις κατά της Ρωσίας και θέτει εμπόδια στην άμεση είσοδο δυο κρατών- μελών της Ε.Ε στο ΝΑΤΟ προοθώντας εμμέσως με τα συμφέροντα της Ρωσίας.

Με αυτόν τον τρόπο δεν θα εστίαζε αποκλειστικά στα Ελληνοτουρκικά ζητήματα, αλλά θα καταδείκνυε με σαφήνεια τον διαβρωτικό ρόλο που διαδραματίζει η Τουρκία στη συμμαχία, μέσω της έντονης προσέγγισης της με την Ρωσία.

Ταυτόχρονα, με αφορμή και την κύρωση της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας-ΗΠΑ, η οποία ουσιαστικά εξασφαλίζει την επ’αορίστον παραμονή των Αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και παρέχει μια νέα βάση στην Αλεξανδρούπολη, θα μπορούσε να αναδείξει τον ρόλο της χώρας μας ως ένα διαχρονικό και αξιόπιστο σύμμαχο ζητώντας κάποιο αντισταθμιστικό αντάλλαγμα.

Τέλος από την επίσκεψη αυτή αναφοράς χρήζει και η στιγμή της συνέντευξης στο Πανεπιστήμιο του Georgetown σχετικά με την ελευθέρια του τύπου στην Ελλάδα.

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου σχετικά με την χαμηλή θέση της χώρας μας, όντας σε φανερή αμηχανία, ο Πρωθυπουργός απάντησε απλά ότι διαφωνεί με την μεθοδολογία της ΜΚΟ και τόνισε οτί η πλειοψηφία του Τύπου κατακρίνει την κυβέρνηση, χωρίς όμως να προσφέρει σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις ούτε για την λίστα Πέτσα, ούτε για τον νόμο περί διασποράς των fake news. Μάλιστα την επόμενη της συνέντευξης η ανάρτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (η οποία διεγράφη κακήν κακώς) και υιοθετούσε πλήρως τα αποτελέσματα της έρευνας τοποθετώντας την Ελλάδα στην τελευταία θέση της Ε.Ε, διέψευδε για άλλη μια φορά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς.

Συνοψίζοντας, μια τέτοια επίσκεψη θα πρέπει να αξιολογηθεί με μετριοπάθεια μακριά τόσο από διθυράμβους, όσο και απόλυτη κριτική. Με τον Υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου να βρίσκεται ήδη στις ΗΠΑ αυτές τις μέρες, θα έχουμε άμεσα ενδείξεις για την κατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, ενώ μόνο η απόφαση του Κογκρέσου σχετικά με την παροχή ή μη F-16 στην Τουρκία, θα αναδείξει αν η ομιλία του Πρωθυπουργού επηρέασε τα μέλη του και ανέδειξε την ορθότητα των ελληνικών επιχειρημάτων.