Του εξωτερικού συνεργάτη, Κωστή Μυλωνά,
Εισαγωγικά: Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ένας διάσημος ποιητής και πεζογράφος. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι έχει επικρατήσει μια παρεξηγημένη αντίληψη για τον ίδιο, κυρίως λόγω της σχέσης του με την έτερη ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη, και την μετέπειτα αυτοκτονία του. Είναι εσφαλμένη, όμως, η συναγωγή συμπερασμάτων, μέσα από την κλειδαρότρυπα της προσωπικής ζωής ενός ανθρώπου. Το αναγνωστικό κοινό κρίνεται δέον να εντρυφήσει περισσότερο στο ίδιο το έργο του ποιητή και στην ερμηνεία των κοινωνικών και πολιτικών μηνυμάτων που αυτό εκπέμπει.
Ανάλυση
«Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο».
Πρόκειται, ασφαλώς, για την περιγραφή ενός δημοσίου υπαλλήλου. Χωρίς περιττές εισαγωγικές τοποθετήσεις, ο Καρυωτάκης, τοποθετεί το πλαίσιο της ανάλυσής του, μέσα από μια καθαρά δημοτική γλώσσα.
«Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώρηση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μια γραμμή που έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκεί μέσα, όμως την τραβούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου».
Ο Καρυωτάκης εκφράζει μια συμπάθεια για τον ήρωα της ιστορίας. Μέχρι και την φράση «ή ενός εξερχομένου», αποτυπώνεται η περιγραφή του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Μηχανικές και αυτοματοποιημένες κινήσεις συνθέτουν το πλαίσιο εργασίας ενός υπαλλήλου. Όπως είναι γνωστο, ο ποιητής είχε λάβει το πτυχίο της Νομικής, εντούτοις, εξαιτίας ελλείψεως προσωπικής πελατείας, προσπάθησε να παρέχει τις νομικές του υπηρεσίες μέσω δημοσίων θέσεων. Ως εκ τούτου, γνώριζε αρκετά καλά το συγκεκριμένο επάγγελμα, τόσο εξ ιδίας πείρας, όσο και από τον συναδελφικό του περίγυρο. Προχωρώντας, υιοθετεί πλήρως την μαρξιστική αντίληψη ότι ο δημόσιος υπάλληλος αλλοτριώνεται εξαιτίας των πενιχρών – ίσως και βαρετών ορισμένες φορές – διαστάσεων της ενασχόλησής του. Φαίνεται να πιστεύει ότι κανείς δεν θα ήθελε να ασκεί αμιγώς το συγκεκριμένο επάγγελμα και γι’ αυτό η προεξέχουσα γραμμή, η οποία σαφώς και δεν εξυπηρετεί στενά τα υπαλληλικά του καθήκοντα, μοιάζει σωρευτικά σαν μια στροφή από την καθημερινότητα και συγχρόνως αποτελεί μια προσωπική έκφραση του υπαλλήλου, που δεν μπορεί να χωρέσει εντός των ορίων της εργασίας του.
«Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο τους συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ’ αυτή την καρέκλα. Κι έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι, αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μια φοβερή μοιραία ειδικότητα».
«Η μόνη χαρά στη ζωή είναι να αρχίζεις», έλεγε κάποτε ο Τσέζαρε Παβέζε. Η κάθε αρχή έχει χαμόγελα, όνειρα, στόχους και αισιοδοξία. Έτσι και η αρχή ενός δημοσίου υπαλλήλου. Αυτή η εξαιρετική εξειδίκευση του συγκεκριμένου υπαλλήλου prima facie θα λέγαμε ότι δείχνει αυτοβιογραφική. Ένας νομικός, μέσα στο δημόσιο τομέα και μάλιστα σε κρατικά ενδιαφέρουσες θέσεις, σίγουρα είναι περισσότερο απαραίτητος και σχετικά μόνιμος, σε σύγκριση με έναν υπάλληλο γραφείου, διεκπεραιωτικής φύσεως. Πιθανόν, λοιπόν, το πεζό κείμενο να αναφέρεται στον εαυτό του. Η σταδιακή αλλαγή συναδέλφων βρίσκεται σε συνάρτηση με το περίφημο ρητό του Πλάτωνα στον Τίμαιο, που λέει ότι «ο χρόνος είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας». Ο χρόνος ευθυγραμμίζεται με το παρόν ενός εργαζομένου, το οποίο κινούμενο προς στα μπρος, καταλήγει τελικά να χρωματίζει και το μέλλον του.
«Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο διευθυντής του τού μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ’ ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κι έμεινε εκεί».
Ο πρωταγωνιστής μας, κατά τον ποιητή, ή ο ποιητής, κατά τον πρωταγωνιστή μας, διαπνέεται από δύο χαρακτηριστικά: την τιμιότητα και την ιδεολογία. Αυτά αποτελούν τους θεμέλιους λίθους, επάνω στους οποίους οικοδομείται το προφίλ ενός ευπατρίδη της γενιάς του 30’. Ο Καρυωτάκης, μέσα σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο, δεν αποδίδει τον πατριωτισμό σε κηρύγματα εθνικών ιδεών ή σε πολιτικούς λόγους στο κενό, αλλά στη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας με συνέχεια, της οποίας η ειλικρίνεια και οι αξίες δεν θα της επιτρέψουν να διαβρωθεί. Το γεγονός ότι ο Καρυωτάκης αφίσταται από το παραδοσιακό εθνικό πρότυπο της εποχής και ενστερνίζεται ριζοσπαστικές απόψεις, ενδεχομένως ήταν και η αιτία της μετάθεσής του. Εν συνεχεία, περιγράφει με κυνικότητα την ιεραρχική σχέση στους χώρους δουλειάς, αποτέλεσμα της οποίας δεν είναι η ενότητα και η αποδοτικότητα των εργαζομένων, αλλά οι διαχωρισμοί και οι βεντετισμοί. Αυτή η δήθεν ανωτερότητα των ανωτέρων συνεχίζει να επιζεί ακόμα και 100 χρόνια μετά.
«Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνει τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός – βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο. Και μέσα στους κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια, θ’ αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα λυτρωμού».
Μετά το πέρας του εργασιακού ωραρίου, είναι η ώρα της επιστροφής. Μια προσωπική απόδραση, η οποία κατά τον ποιητή είναι λύτρωση. Το μπαστούνι ισοδυναμεί με την προεξέχουσα γραμμή στην αρχή του κειμένου και νομίζω ότι και τα δύο δημιουργούν μια φριχτή επαγγελματική ρουτίνα, μια αδιανόητη τεχνοκρατική καθημερινότητα.
«Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ’ την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τα’ όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης, Μισσισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμαστούς, άγνωστους κόσμους. Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.»
Η τελευταία χαλάρωση ενός μέσου εργαζόμενου λαμβάνει χώρα σε μια ταβέρνα. Η μοναξιά του ήρωα, αλλά και η ποικιλία ως προς τον πολιτισμό της καταγωγής των βαρελιών, επιτρέπουν στον άνθρωπο αυτό να μεταφερθεί πλασματικά στον κόσμο που πραγματικά θα ήθελε. Έναν κόσμο χωρίς χαρτούρα, χωρίς τεχνοκρατικές σφραγίδες και προϊσταμένους. Έναν κόσμο με τοπία και ανεμελιά. Τη στιγμή εκείνη, ένας ειλικρινά δυστυχισμένος άνθρωπος ακουμπάει την ευτυχία. Έστω και για λίγο. Ή και για πολύ. Ποιος ξέρει;