Του εξωτερικού συνεργάτη, Κωστή Μυλωνά,

Λίγες μέρες μετά τις πανελλήνιες. Ιούνιος πρέπει να ήταν. Μόλις είχα τελειώσει την εξεταστική διαδικασία και περίμενα τα αποτελέσματα. Καταλάβαινα ότι είχα πάει καλά, αλλά δεν ήξερα σε ποια σχολή θα περάσω και σε ποιο μέρος. Η αλήθεια είναι ότι εκείνο το διάστημα ευχόμουν να περάσω σε άλλη πόλη: στην Αθήνα για παράδειγμα ή σε κάποια όμορφη φοιτητούπολη της επαρχίας. Μέσα στη Θεσσαλονίκη είχα όμορφες στιγμές πολλές, οι οποίες, όμως, αναδύονταν σαν παλιές νοσταλγίες: χαμένοι έρωτες, φίλοι, σχεδόν έρωτες, σχεδόν φίλοι και τα λάθη μου. Τα 18 χρόνια δεν είναι πολλά, για να κάνεις τόσα σημαντικά λάθη, αλλά είναι αρκετά, για να κάνεις ορισμένα και να θες να ξεφύγεις, να πας κάπου αλλού.

Κάθομαι λοιπόν στον καναπέ μου μαζί με τα Άπαντα του Καβάφη και το πρώτο ποίημά του που διαβάζω είναι το «Η πόλις». Και τότε κατάλαβα. Μετά βγήκαν τα αποτελέσματα, πέρασα στη Νομική Θεσσαλονίκης, ήρθαν καινούριες παρέες, νέες περιπέτειες, έρωτες και φίλοι. Και ένα βράδυ, καθώς βρίσκομαι στην Κατούνη, στα Λαδάδικα, κοιτώ όλο ευθεία κάτω το δρόμο και ήταν σαν να αγάπησα εκ νέου την πόλη μου. Και τα λάθη μου τα διόρθωσα εδώ.

 Η ΠΟΛΙΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Ο Ποιητής ξεκινάει την περιγραφή της κατάστασής του. Έχει κάνει λάθη, δεν τον εμπνέει η ενεστώσα πραγματικότητα της ζωής του και η μόνη ελπίδα του είναι η έξοδος, η φυγή σε έναν άλλο τόπο. Είναι σαν ένας μικρός προσωπικός αναστεναγμός. Στον εαυτό του μιλάει παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιεί β’ ενικό.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·

Κ’ είναι η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμένη.

Όμως αυτή η αλλαγή τόπου δεν συνεπάγεται και αλλαγή συναισθημάτων. Αν ένας άνθρωπος στεναχωριέται, το ταξίδι για μια «άλλη γη» είναι απλά μια μάταιη προσπάθειά του να αφήσει πίσω του το δυστυχές μονοπάτι και να βαδίσει σε έναν  ευτυχισμένο δρόμο.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Παρόλα αυτά, ο κάθε άνθρωπος θέλει να είναι ευτυχισμένος. Τη ψάχνει την ευτυχία, την αναζητεί. Δεν θέλει να περάσει την πιο παραγωγική, ενδεχομένως, ηλικία του μέσα στη στεναχώρια. Αυτή η ανάγκη να πετάξεις το παλιό, να διώξεις την ζοφερή – ίσως και φαινομενικά – πραγματικότητα από τα μάτια σου, είναι το πρώτο βήμα. Το πρώτο βήμα, δηλαδή, είναι η ανάγκη για αλλαγή και κατ’ επέκταση η δύναμη που χρειάζεται, για να υλοποιήσεις αυτή την ανάγκη.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και

χάλασα.

Αυτό που σας έλεγα πριν. Μέσα σε μια πόλη, υπάρχουν όλα τα λάθη και οι κακοτυχίες σου. Τα άσχημα γεγονότα, οι έρωτες που δεν εκπληρώθηκαν, οι φίλοι που χάθηκαν, παρουσιάζονται ως «ερείπια μαύρα» της ζωής του ποιητή. Έχουμε τη τάση ορισμένες φορές να κοιτάμε μόνο τα ερείπια της ζωής μας και όχι τις όμορφες πολυκατοικίες και τα κτήρια που δημιουργήσαμε μέσα σε αυτή. Θυμόμαστε περισσότερο μια κοπέλα που μας πλήγωσε, παρά εκείνο το όμορφο απόγευμα στην Αριστοτέλους, όπου τα παιδιά έπαιζαν μπάλα, ο ουρανός γεννούσε ένα πανέμορφο πορτοκαλί και ένας κιθαρωδός ρομάντιζε μουσικά μέσα στην Πλατεία. Και πράγματι, όταν είσαι μπροστά σε μια κλειστή πόρτα, μόνο εκεί βρίσκεται η ματιά σου: στο αδιέξοδο, στο πρόβλημα. Αν κάνεις όμως ένα βήμα πίσω και κοιτάξεις από την άλλη πλευρά μάλλον θα βρεις μια άλλη πόρτα ανοιχτή και ένα παράθυρο που οδηγεί σε μια άλλη γη μέσα σου και όχι στην εξωτερική πραγματικότητα.

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν

θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα

γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα

γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Το συμπέρασμα είναι συγκεκριμενό και μοιάζει (αλλά δεν είναι) τραγικό: όπου και να πας, όσα ταξίδια και να κάνεις, τα λάθη σου και οι ανοιχτές πληγές θα βρίσκονται πάντα εκεί. Μέσα σου. Δηλαδή η prima facie διαπίστωση, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί μια φενάκη, βέβαια, και στην οποία καταλήγει κάθε – εντός ή εκτός εισαγωγικών – δυστυχισμένος άνθρωπος, είναι ότι θα αναγκαστείς να γυρνάς στα ίδια μέρη, όπου έχουν φωλιάσει στιγμές και άνθρωποι. Κι αν δεν τύχει να συναντήσεις τους συγκεκριμένους ανθρώπους σε αυτές τις γειτονιές της συνήθειας, τότε σίγουρα θα αναμετρηθείς με τις θύμησες του παρελθόντος. Και αυτό είναι χειρότερο.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις-

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

στην κώχη τούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη την χάλασες.

Το δεύτερο και τελευταίο συμπέρασμα πιθανόν να θλίβει τον αναγνώστη. Εδώ ο ποιητής δεν εκφράζει απλά την άποψη ότι η αλλαγή του τόπου δεν συνεπάγεται και αλλαγή συναισθημάτων, αλλά επιτείνει την αυτοκριτική του, λέγοντας, ότι οι παρατυπίες της ζωής του είναι ιδιαίτερα σπουδαίες και επί της ουσίας αυτοτιμωρείται και εγκιβωτίζεται σε μια αιώνια δυστυχία. Επειδή, όμως, ο εγκιβωτισμός της πραγματικότητας σε ένα εικονικό πλαίσιο είναι η αρχή της εμμονής και της δογματικότητας και προσπαθώντας σε ποιητικό επίπεδο να υπερβούμε την προαναφερθείσα ατομική απαισιόδοξη τάση των ανθρώπων στην οπτική τους περί τα πράγματα, οφείλουμε να δώσουμε μια άλλη ερμηνεία στο κείμενο.

Οι περισσότεροι έχουν αναλύσει το συγκεκριμένο ποίημα ως απαισιόδοξο και νατουραλιστικό, με την αρνητική έννοια. Κατά τη δική μου οπτική, θα πρέπει να αποδεχθούμε ακριβώς το αντίθετο. Ναι, ο ποιητής αναδεικνύει την αρνητική πλευρά του ζητήματος, το «αιώνιο» του λάθους και την εις το διηνεκές δέσμευσή μας από τα παρελθοντικά γεγονότα. Αυτή όμως η αρνητική απόδοση της πραγματικότητας ισχύει τελικά αν αναζητήσουμε την ευτυχία σε άλλο μέρος, αν προσπαθήσουμε να αλλάξουμε την εξωτερική όψη των πραγμάτων. Το ορθότερο είναι μέσα μας να αναζητήσουμε μια άλλη γη, να βάλουμε σε ένα μακρινό κουτί τα ερείπια της ζωής μας και να ταξιδέψουμε πολύ μακριά μέχρι να βρούμε τον εαυτό μας. Αν το καταφέρουμε αυτό, ακόμα και όταν τύχει να θυμηθούμε τα άσχημα προσωπικά μας βιώματα, θα αντλούμε και από αυτά τη θετική τους έκφανση. Για παράδειγμα, δεν πειράζει που κάποτε σε πλήγωσε μια κοπέλα και συνηθίζατε να συζητάτε στη Μητροπόλεως, μπορείς κάλλιστα να περάσεις από εκεί και να θυμηθείς τις όμορφες συζητήσεις σας, τα χαμόγελα και την τότε ευτυχία σας. Σε τελευταία ανάλυση, αν θες να κάνεις μια βουτιά στο παρελθόν, να την κάνεις για τη νοστιμιά, για τα όμορφα πράγματα και όχι για να μαραζώνεις. Αυτή την αισιόδοξη οπτική δεν ξέρω αν ο ίδιος ο ποιητής την ενστερνίστηκε, πιστεύω, όμως, ότι την άφησε στην ευχέρεια της ερμηνείας των αναγνωστών του.