«Βλέπουμε ότι επιχειρήσεις έχουν ανοίξει και δεν βρίσκουν προσωπικό, γιατί υπάρχουν κάποιοι εργαζόμενοι που εξυπηρετούνται περισσότερο από το να παίρνουν το κρατικό επίδομα και ταυτόχρονα να δουλεύουν μαύρα»

Τάδε έφη ο Άκης Σκέρτσος, πρώην διευθυντής του ΣΕΒ και σημερινός υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, επιλέγοντας να μετακυλίσει, κατά πάγια τακτική, τα βάρη και τις αδυναμίες της αγοράς στις πλάτες των εργαζομένων και επ’ ουδενί σε εκείνες της εργοδοσίας. Κατά πόσο όμως ισχύει αυτή η οπτική, η οποία, προερχόμενη από χείλη υψηλού κυβερνητικού αξιωματούχου, εκφράζει αν μη τι άλλο την κυβέρνηση; 

Εν πρώτοις, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ένα ελαφρυντικό στον κ. Σκέρτσο για αυτή την τουλάχιστον ατυχή του δήλωση, ένεκα της de facto αποκοπής που διατηρούν τα άτομα αυτού του κοινωνικοπολιτικού προφίλ με την πραγματική οικονομία. Εμβαθύνοντας όμως στην οικονομικοπολιτική και εργασιακή διάσταση του θέματος, τα πράγματα κρίνονται πολύ σοβαρά για να αστειευόμαστε.

Η Ελλάδα εξήλθε της πανδημίας με μια ύφεση της τάξης του 10%, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, ενώ παράλληλα το 75% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων υπέστη σοβαρές ζημίες. Αντίστοιχα, ο γενικός δείκτης ανεργίας στη χώρα παραμένει ιδιαίτερα υψηλός για τα Δυτικά δεδομένα, ανάμεσα στο 16 και το 17%, ενώ μόλις τον Μάϊο του 2021 η Ελλάδα κατάφερε μια ευρωπαϊκή «πρωτιά» στην ανεργία των νέων, με το ποσοστό – ρεκόρ του 40%!

ανεργια νεων στην Ε.Ε.

Σε αυτό το ιδιαίτερα ασταθές πλαίσιο η κυβέρνηση δεν επέλεξε να επέμβει με γενναίες κανονιστικές επεμβάσεις, ώστε να τονώσει τον μικρομεσαίο κλάδο και τον μέσο εργαζόμενο, αλλά αντ’ αυτού νομοθέτησε τον πλέον γνωστό νόμο Χατζιδάκη, ο οποίος απορρυθμίζει περαιτέρω την εργασία, θέτει τα θεμέλια ουσιαστικής κατάργησης του τυπικού οκταώρου και της υπερωριακής πληρωμής. Κάπου εδώ είναι που ο κ. Σκέρτσος αποτύπωσε την κυβερνητική γραμμή, παντοτε συνεπή στις νεοφιλελεύθερες οπτικές, «δείχνοντας» με το δάχτυλο τους εργαζομένους.

Καταρχάς, τα λεγόμενα επιδόματα, τόσο τα έκτακτα ελέω πανδημίας (534 ευρώ) όσο και τα τακτικά, αποτελούν ποσά τα οποία οριακά αρκούν για την επιβίωση κάποιου πάνω από το όριο της φτώχειας. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 28,9% του ελληνικού πληθυσμού βρίσκεται το 2020 στο όριο της φτώχειας (ζει δηλαδή οριακά και με μόνο τα απαραίτητα, ενώ είναι εμφανής ο κίνδυνος αδυναμίας βιοπορισμού), ενώ ταυτόχρονα, σχεδόν το 50% των φτωχών νοικοκυριών, δεν μπορεί να καλύψει έκτακτες δαπάνες ύψους 395 ευρώ.

Δεν χρειαζέται ιδιαίτερη ανάλυση από τα ανωτέρω δεδομένα, για να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα:  Η ανεργία στη χώρα, ειδικά εκείνη των νέων, παραμένει ιδιαίτερη υψηλή, ενώ παράλληλα η ζημιωμένη αγορά δεν μπορεί να καλύψει την ζήτηση για θέσεις εργασίας παρά τον στρατό ανέργων. Δεύτερον, τα επιδόματα, τακτικά και έκτακτα, δεν αρκούν για την αξιοπρεπή διαβίωση κάποιου, ενώ ταυτόχρονα ένα ανησυχητικά μεγάλο ποσοστό της χώρας ζει οριακά με τα απολύτως αναγκαία.

Λεχθέντων τούτων καταλαβαίνουμε το ανυπόστατο της δήλωσης Σκέρτσου, μιας δήλωσης που βεβαίως αναδεικνύει αντιφάσεις και λογικά άλματα. Οι εργαζόμενοι και δη οι νέοι, δεν είναι ότι προτιμούν τα οριακής χρησιμότητας επιδόματα ή την παραεργασία. Η κατάσταση είναι πολύ πιο απλή: οι εργαζόμενοι έχουν κουραστεί να είναι προϊόν υπέρμετρης εκμετάλλευσης, για αποδοχές που βρίσκονται χαμηλά σε σύγκριση με τον διεθνή μέσο όρο και με σχεδόν μηδενική προοπτική κοινωνικής ανέλιξης.

Η λύση της εξίσωσης είναι πολύ πιο απλή και εδράζεται στον πανάρχαιο οικονομικό νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

Αφού οι εργαζόμενοι δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες εργασίας, τότε πρέπει, ως βασικοί παραγωγικοί συντελεστές, να πληρωθούν περισσότερο. Μετά από μια δεκαετία συναπτών μειώσεων και στασιμότητας μισθών, επιδομάτων και πάσης φύσεως αποδοχών, κράτος και εργοδότες πρέπει να αυξήσουν τον κατώτατο και μέσο μισθό, ακριβώς για να δώσουν ένα επιπλέον κίνητρο στους πολίτες, ώστε οι τελευταίοι να μην επιλέγουν την μαύρη και αδήλωτη εργασία.

Κατά οξύμωρο σχήμα, την προτροπή αυτή κάνει και ο εν ενεργεία πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Ερωτηθείς για την μη επαρκή κάλυψη θέσεων εργασίας, εκείνος ανταπάντησε (και μάλιστα με τρόπο εριστικό ως προς τους εργοδότες): «Ε τότε πληρώστε τους περισσότερο». Αυτή η (αυτονόητη πλέον) υπόδειξη δεν έρχεται από κάποιο σοβιετικό ή σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς, αλλά από την μήτρα του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Για τον ευρωπαϊκό και φτωχοποιημένο Νότο όμως, αυτές οι λογικές φαντάζουν μάλλον δυσκολονόητες.

Κυβέρνηση, εργοδοτικοί φορείς και «Σκέρτσοι» όλων των ειδών πρέπει να κοιτάξουν την πραγματικότητα στα μάτια. Με την αύξηση κατώτατων και μέσων αποδοχών, έστω με κλιμακωτό τρόπο, όχι μόνο θα καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς εργασίας, αλλά θα τονωθεί η κατανάλωση και άρα το σύνολο της οικονομίας, γεγονός που αποτελεί προτεραιότητα για μια ελλειμματική χώρα όπως η Ελλάδα. Ταυτόχρονα, αυτή η προοπτική, εάν και εφόσον επιλεγεί (γεγονός μάλλον αδύνατο για την σημερινή κυβέρνηση) θα ανακόψει το δραματικό φαινόμενο του brain drain, ενώ σε κάθε άλλο σενάριο οι καλύτερα εξειδικευμένοι και μορφωμένοι νέοι θα επιλέγουν, εύλογα, το εξωτερικό ως μόνη επιλογή σταδιοδρομίας και αξιοπρεπούς βιοπορισμού τους.