Άρθρο του εξωτερικού μας συνεργάτη, Μάριου Ιωάννου:

Δυσκολεύονται να βρουν μία σταθερή δουλειά μετά το πτυχίο. Ζορίζονται να εγκαταλείψουν την οικογενειακή τους στέγη και όταν το καταφέρουν, θα ΄ναι συχνά με τη βοήθεια του μπαμπά και της μαμάς. Δυσφορούν στον χώρο εργασίας και είναι τα μεγαλύτερα θύματα της οικονομικής κρίσης. Πώς θα πλοηγηθούν οι νέοι πτυχιούχοι όταν ως μοναδική διέξοδος τους προσφέρονται πρακτικές καλύτερα ή χειρότερα αμειβόμενες, τυχαίες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μικρές δουλειές κακοπληρωμένες;


Όπως για πολλούς μισθωτούς, έτσι και για τους νέους πτυχιούχους το παραδοσιακό μοντέλο της επαγγελματικής δραστηριότητας, ήτοι μία σταθερή δουλειά πλήρους απασχόλησης έχει μεταμορφωθεί, δίνοντας τη θέση του σε μορφές εργασίας πιο περίπλοκες, πιο χαλαρές και λιγότερο σταθερές, που αφορούν σήμερα μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Οι νέοι κάτω των 24 ετών, προσοντούχοι και μη και οι γυναίκες είναι οι ομάδες που πλήττονται περισσότερο από την επισφάλεια στην αγορά εργασίας. Για να χρησιμοποιήσουμε, δηλαδή τα δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το ποσοστό των ανέργων στους 15-24 ετών είναι για τον μήνα Ιανουάριο 2020 32,4%, δηλαδή κατά πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό για τους 25-34 (22,2%) και μάλιστα υπερδιπλάσιο από αυτό στους 35-44 (14,9%) και τους 45-54 (13,1%), ένώ για τον ίδιο μήνα η ανεργία αγγίζει το 20,1% των γυναικών και το 13,5% των ανδρών. Εάν στα ποσοστά αυτά προσθέσουμε τις μερικές 160.000 θέσεις εργασίας που θα χαθούν μέσα στο έτος 2020 λόγω της πανδημίας, με βάση τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν για την Ελλάδα, το γενικό ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί στο 19,9% του ενεργού πληθυσμού. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο της πανδημίας, όσο οι επιχειρήσεις της εστίασης και του τουρισμού αγνοούν πότε θα συνεχίσουν τη δραστηριοτήτα τους, οι νέοι με ή χωρίς πτυχίο, που αναζητούν εκεί πώς να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους, βρίσκονται επίσης στην αβεβαιότητα της προσδοκίας.

Όμως η επισφάλεια δεν είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο. Ούτε βρίσκονται σε κατάσταση επισφάλειας αποκλειστικά οι άνεργοι. Νέες συμβάσεις εργασίας -τυπικές και άτυπες έχουν εισαχθεί για να προσπαθήσουμε να αναχαιτίσουμε την ανεργία ή να επιτρέψουμε στους νέους να επωφεληθούν από μία πρώτη επαγγελματική εμπειρία. Αυτές οι επισφαλείς συμβάσεις επιτρέπουν μία πιο ευέλικτη διαχείριση της εργασίας, πιο προσαρμοσμένη στις εποχικές ανάγκες των επιχειρήσεων που μπορούν έτσι να απολύσουν προσωπικό όταν η δραστηριότητά τους μειώνεται. Παραδείγματα αποτελούν η μερική απασχόληση, το εναλλασσόμενο ωράριο και η σύμβαση ορισμένου χρόνου. Λόγοι όπως η εποχιακή απασχόληση, η αναπλήρωση υπαλλήλου που απουσιάζει λόγω ασθενείας ή αδείας και η προσωρινή σώρευση εργσίας θεωρείται ότι δικαιολογούν τη συνομολόγηση ορισμένου χρόνου. Οι νέοι είναι το πλειοψηφικό ρεύμα που συμβάλλεται με τη σύμβαση αυτή, είναι επομένως οι πρώτοι που θα απολυθούν, ενώ κι αυτή ακόμα εφαρμόζεται όλο και λιγότερο συχνά. Τι τούς έχουμε προτείνει στη θέση αυτής της σύμβασης;

Την πρακτική. Είτε με τη μορφή της άσκησης για τους οικονομολόγους είτε με τη μορφή της μαθητείας για τους βρεφονηπιοκόμους είτε με τον αγγλοσαξωνικό όρο stage, η πρακτική (στην πραγματικότητα απλή συμφωνία παροχής μιας όποιας εργασίας επ’ ανταλλάγματι που δεν ανακοινώνεται) προκαλεί διάφορους συνειρμούς. Συνήθως αυτόν του γλωσσομαθούς κατόχου μάστερ, ο οποίος στην αναμονή για κάτι καλύτερο θα ψάξει -τι δουλειά τι δουλεία- στο αντικείμενό του για να αποφύγει να σερβίρει δίσκους. Και για να καταστήσουμε λίγο ακόμα πιο επισφαλή την κατάσταση, αυτού του είδους η εργασία ξεφεύγει από παν πεδίο νομοθετικής προστασίας και μισθολογικής υποχρέωσης. Επαφίεται, δηλαδή στον εκάστοτε εργοδότη να ορίσει τυχόν ανταμοιβή για τον ασκούμενο, ενώ κι αυτή ακόμα ορισμένες φορές δεν οφείλεται παρά μετά το πέρας των πρώτων μηνών της άσκησης μεταθέτοντας έτσι σε ένα αόριστο απώτερο χρονικό σημείο τυχόν οικονομικές απολαβές.

Εισάγονται έτσι μία κοινωνία «δύο ταχυτήτων» με τους μισθωτούς «προστατευόμενους» από μία σύμβαση αορίστου χρόνου και τους δημόσιους υπαλλήλους αφενός (τους τελευταίους τους έχεις συναντήσεις σίγουρα σε μία δημόσια υπηρεσία ή στη σχολή. Απολαύουν αυξημένων εγγυήσεων προστασίας, ενώ ξεφεύγουν από κάθε μορφή αξιολόγησης και σε κοιτάνε με ένα βλέμμα λες και τους υποβάλεις σε άθλο αν τους ζητήσεις κάποιο έγγραφο) και αφετέρου εκείνους που δεν έχουν πρόσβαση παρά μόνο σε μικρές δουλειές εναλλασσόμενες με περιόδους ανεργίας. Και αν οι νέοι –υπερπροσοντούχοι και με διάθεση να δουλέψουν σκληρά- παριστούν ένα μικρό μόνο μέρος του ενεργού πληθυσμού, παριστούν επίσης τη συντριπτική πλειοψηφία των συμβαλλόμενων με τέτοιου είδους μορφές εργασίας. Και όταν η πρακτική τους άσκηση λήξει, θα δεχθούν «ευχαριστώ» από τον εργοδότη, αφότου έχουν επιμορφώσει τον αντικαταστάτη τους (γιατί οι ανάγκες των επιχειρήσεων καλύπτονται πλέον από ασκουμένους και όχι από μόνιμους συνεργάτες επί τη βάσει σύμβασης αορίστου) και πριν πάρουν εκ νέου τον δρόμο της ανεργίας.

Και μαζί με τον δρόμο της ανεργίας θα ξαναπάρουν τον δρόμο προς το σπίτι του μπαμπά και της μαμάς, γιατί δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν το νοίκι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τους αποκαλούμε boomerang kids. Δεν είναι εύκολο στον νέο να νιώθει αγκιστρωμένος από τους γονείς του όταν καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας άκουγε αυτούς τους τελευταίους- baby boomers να εξυμνούν τις αξίες της αυτονομίας, της μόρφωσης και των πτυχίων. Αμοιβαία δεν είναι εύκολο για τους γονείς να αρνηθούν τη στήριξη στο παιδί τους όταν έχουν εξηγήσει ότι, σε μία κονωνία αξιοκρατική(;) αρκεί να βρει κανείς τη φωνή του και να δουλέψει για να πετύχει στη ζωή. Κοινός φόβος του δρόμου, των ναρκωτικών, της κατάθλιψης. Πώς να μην προβάλουμε τους φόβους αυτούς στους νέους, όταν η κρίση και η ανεργία –όλες οι έρευνες το δείχνουν- βυθίζουν πιο βαθιά τους χρήστες ναρκωτικών; Εκτός κι αν θέλουμε το χάσμα ανάμεσα στις δύο ταχύτητες-γενεές να οξυνθεί περισσότερο, η βελτίωση των προοπτικών εργασίας για τους νέους, που είναι τόσο ευπαθές κομμάτι της κοινωνίας, οφείλει να είναι συντονισμένη (και αδιάλειπτη) προσπάθεια από μικρούς και μεγάλους.