Κάθε 4 χρόνια έρχεται ένα καλοκαίρι που κάνει όλο τον κόσμο να παρακολουθεί με παραπάνω ενθουσιασμό αθλητισμό. Φυσικά αναφέρομαι στους Ολυμπιακούς Αγώνες, την μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση του πλανήτη.
Αθλητές, προπονητές, θεατές και τήλε-θεατές γίνονται μέτοχοι στους Αγώνες και κοινωνοί της σημασίας αυτών. Στην αρχαιότητα ως πανελλήνιες γιορτές και στην σύγχρονη εποχή ως παγκόσμιες διοργανώσεις, οι Αγώνες κουβαλούν την προαγωγή κοινής πολιτιστικής συνείδησης και ταυτότητας. Δεν θεωρείται τυχαία άλλωστε ύψιστη τιμή η κατάκτηση ενός ολυμπιακού μεταλλίου. Μπορούμε όμως να μιλούμε για πραγματικό ενδιαφέρον στην αθλητική αυτή δραστηριότητα όταν αυτό το ενδιαφέρον ξεκινά και τελειώνει με την έναρξη και την λήξη των Αγώνων;
Είναι προφανές πως κεντρικό μας θέμα δεν είναι το ενδιαφέρον του απλού θεατή αλλά των παραγόντων που επηρεάζουν άμεσα τους κύριους συμμετέχοντες. Το φετινό ιδίως «άδειασμα» της πολιτείας από καταγγελίες των αθλητών περιγράφει γλαφυρά την πραγματικότητα που επικρατεί.
Δυστυχώς στη χώρα μας οι αθλητές μας και οι προπονητές τους δεν αγωνίζονται μόνο με τη συμμετοχή τους στους Αγώνες αλλά αναγκάζονται να «αγωνιστούν» καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας τους κόντρα στα εμπόδια που εμφανίζονται μπροστά τους. Κι όμως η χώρα που πριν 2.500 χρόνια γέννησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, σταματούσε πολέμους για τη διοργάνωσή τους και οι πόλεις της γκρέμιζαν τείχη για να υποδεχθούν τους ολυμπιονίκες, σήμερα είναι παντελώς απούσα και απαξιώνει σε τέτοιο βαθμό τους αθλητές της.
Το πιο δυσάρεστο όμως είναι ότι η απαξίωση αυτή δεν ήρθε λόγω μιας κακής συγκυρίας, μιας κρίσης ή μιας κακής οικονομικής κατάστασης αλλά είναι αποτέλεσμα καθαρά πολιτικής νοοτροπίας και βούλησης. Ενδεικτικά το 2012, χρονιά μνημονίων, επιχορηγήθηκαν 17 ομάδες της Super League με 26.846.489,44 €, ενώ στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, στα 32 ολυμπιακά αθλήματα, κατευθύνθηκαν περί τα 5,7 εκατ. €, συμπεριλαμβανομένων των χορηγιών προς την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή (2,5 εκατ. €) και την Ελληνική Παραολυμπιακή Επιτροπή (1 εκατ. €).
Το καθαρό ποσό που πήγε τότε σε αθλητικές ομοσπονδίες και σωματεία έφθασε περίπου τα 2,2 εκατ. €. Όπως αντιλαμβανόμαστε η ροή των χρημάτων κυλά παράλληλα με τη δημοτικότητα, την απήχηση, τα συμφέροντα ή οτιδήποτε άλλο πέρα από την αντικειμενική αναγκαιότητα. Φέτος σε χρονιά Ολυμπιακών Αγώνων, μόλις τον περασμένο Απρίλιο, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΕΟΕ) Σπύρος Καπράλος, απευθυνόμενος στον Υφυπουργό Πολιτισμού Λευτέρη Αυγενάκη, δήλωνε ότι το 2020 η ΕΟΕ επιχορηγήθηκε από το Υπουργείο «μόλις με 565.000€, το μικρότερο ποσό των τελευταίων 50 ετών».
Τα χειρότερα πιθανότατα είναι μπροστά, όσο απαισιόδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Και για να συνειδητοποιήσουμε πόσο μεγάλο είναι το άνοιγμα της ψαλίδας αρκεί να πούμε ότι η Μεγάλη Βρετανία «έριξε» ποσό-ρεκόρ 345 εκατ. στερλίνων (407,5 εκατ. €) σε ολυμπιακά αθλήματα για τους Ολυμπιακούς του Τόκυο. Ας πάμε όμως και σε κάτι άλλο. Γνωρίζατε ότι πολλές χώρες προσφέρουν νομισματικά βραβεία στους αθλητές που κερδίζουν μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες;
Εντάξει, αυτή η είδηση ίσως να μην ακούγεται και τόσο τρομερή. Γνωρίζατε ωστόσο ότι η Σινγκαπούρη βραβεύει τους χρυσούς Ολυμπιονίκες της με 737.000 δολάρια; Ναι κι όμως είναι πραγματικότητα και δεν είναι η μόνη. Ο χρυσός νικητής στο Καζακστάν επιβραβεύεται με 250.000€, στη Μαλαισία με 236.000€, στην Ιταλία με 213.000€, στην Ουγγαρία με 168.000€. Φυσικά τα χρήματα έχουν σχέση και με την ομάδα που κατεβάζει κάθε χώρα στους Αγώνες χωρίς βέβαια αυτό να υπονομεύει την πολιτική των χωρών για παροχή κινήτρων.
Μία εκ των υπερδυνάμεων των μεταλλίων, οι ΗΠΑ βραβεύουν τους αθλητές τους με 37.500 δολάρια για κάθε χρυσό μετάλλιο, 22.500 για ασημένιο και 15.000 για χάλκινο τη στιγμή που περισσότεροι από 600 Αμερικανοί αθλητές έλαβαν μέρος στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, με τις ΗΠΑ να βρίσκονται στην τριάδα των χωρών με τα περισσότερα κερδισμένα μετάλλια.
Εκεί λοιπόν που οι παραπάνω Ολυμπιονίκες γύρισαν στην πατρίδα τους και αντίκρισαν φουσκωμένο τον λογαριασμό τους, στη δική μας πατρίδα όταν γύρισε ο Λευτέρης Πετρούνιας (χάλκινος ολυμπιονίκης στους κρίκους) δήλωσε ότι τόσο εκείνος όσο και οι συναθλητές του είναι επτά μήνες απλήρωτοι κι ο λόγος που εκείνος μπορεί να συνεχίζει είναι ότι έχει χορηγούς, διευκρινίζοντας πως οι υπόλοιποι δεν έχουν.
Όταν γύρισε ο Στέφανος Ντούσκος (χρυσός ολυμπιονίκης στην κωπηλασία) δήλωσε πως «από την Πολιτεία δεν είχα καμία στήριξη». Όταν γύρισε ο Μίλτος Τεντόγλου (χρυσός ολυμπιονίκης στο άλμα εις μήκος) δήλωσε πως «δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί μας» με τον προπονητή του Γιώργο Πομάσκι, να βγαίνει τον Απρίλιο και να λέει ότι «φέτος δεν έχει έρθει ένας να μου δώσει μια καραμέλα να γίνει καλύτερος ο Μίλτος» και ότι ενώ ο αθλητής έχει κερδίσει 5-6 πανευρωπαϊκά πρωταθλήματα, δικαιούνταν χρηματικό bonus μόνο για ένα, κι αυτό δεν το είχε πάρει ακόμα. Όταν γύρισε ο Θοδωρής Ιακωβίδης της άρσης βαρών ανακοίνωσε κλαίγοντας, και συγκλόνισε το πανελλήνιο, πως αποσύρεται από την εθνική ομάδα γιατί «δεν αντέχει άλλο αυτή την κατάσταση» γιατί «το κράτος είναι “απόν”» και πως σταματά γιατί «είναι πολύ λυπητερό να ντρέπεσαι να πας στον φυσιοθεραπευτή γιατί δεν σου παίρνει λεφτά επειδή ξέρει την κατάστασή σου».
Ο Λευτέρης, ο Στέφανος, ο Μίλτος, ο Θοδωρής κατάφεραν με τις επιδόσεις τους να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους και στη συνέχεια απογύμνωσαν τα αποτελέσματα μιας σαθρής πολιτικής πολλών ετών στον τομέα του αθλητισμού. Πρεσβεύουν το μέλλον και κραυγάζουν ότι προβλέπεται δυσοίωνο. Η Ελλάδα είναι αυτή που παρήγαγε τους πρώτους Ολυμπιονίκες. Αυτό είναι γεγονός. Θέλει όμως να παράξει και στο μέλλον; Είμαστε υπερήφανοι για την ιστορία μας και τους προγόνους μας αλλά ζούμε στο σήμερα. Έως πότε οι Έλληνες αθλητές θα παλεύουν μόνοι;