«Δεν είναι μία γυναίκα διανοούμενη που στέκεται μπροστά για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι μία γυναίκα που ζει στο Πέραμα. Είναι μία γυναίκα η οποία έχει έναν άνδρα ναυτεργάτη, που δούλευε όποτε είχε δουλειά, μια στη χάση και μια στη φέξη. Δηλαδή σε κοινωνικά στρώματα που δεν περιμένεις και τέτοιες συμπεριφορές, δηλαδή οι άνθρωποι και φοβούνται και εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο την αντίστασή τους. Είδατε και πόσο κόσμια είναι και πόσο περιποιημένη είναι. Την είδατε καμία μέρα στη δίκη αχτένιστη;».

Μορφωτικό επίπεδο, τόπος κατοικίας, επάγγελμα, status συζύγου και προσδιορισμός από αυτό, κοινωνική τάξη και καταγωγή, εξωτερική εμφάνιση. Το παραπάνω αποτελεί ένα γλαφυρό, θα λέγαμε, δείγμα στερεοτυπικών αντιλήψεων. Εντύπωση, μάλιστα, θα έπρεπε να προκαλεί ότι αυτές ειπώθηκαν με έναν αυθορμητισμό άνευ προηγουμένου και  δημόσια, σε εκπομπή του ΣΚΑΙ από δημοσιογράφο του, όταν της ζητήθηκε να σχολιάσει τη στάση της Μάγδας Φύσσα στην δίκη της Χρυσής Αυγής.

Η φυσικότητα με την οποία εκφράστηκαν οι παραπάνω χαρακτηρισμοί – ακόμη και αν ειπώθηκαν με τις καλύτερες των προθέσεων, πχ χάριν εξύψωσης του προσώπου στο οποίο αναφέρονται – γεννούν εύλογα το ερώτημα: τι μας προσδιορίζει ως ανθρώπους στη σημερινή Ελλάδα;  Οι απαντήσεις είναι αναμφίβολα ποικίλες, από αυτές με τη μεγαλύτερη εκτίμηση και σεβασμό για τον ίδιο μας τον εαυτό και το είδος μας, μέχρι και αυτές που θέλουν την αξία του ατόμου να ετεροκαθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες.

Δυστυχώς, όπως γίνεται εμφανές και από το παραπάνω περιστατικό, στη διαδικασία ανεύρεσης των απαντήσεων κραταιό ρόλο διαδραματίζουν ακόμη τα στερεότυπα. Πρόκειται για υπεραπλουστευμένες κρίσεις που ανάγουν ορισμένα χαρακτηριστικά των μελών μιας ομάδας σε γενικό επίπεδο, οδηγώντας στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι κάθε άτομο της ομάδας φέρει τις συγκεκριμένες ιδιότητες. Το στερεότυπο με την σειρά του μας οδηγεί στην προκατάληψη, δηλαδή την εκ των προτέρων, αρνητικά  διαμορφωμένη στάση μας απέναντι στους άλλους. Τελευταίο βήμα αυτής της αλυσίδας είναι οι διακρίσεις, δηλαδή η διαφορετική αντιμετώπιση  των ανθρώπων βάσει όχι αντικειμενικών κριτηρίων, αλλά ανυποστήρικτων πεποιθήσεων.

Έτσι και στην περίπτωσή μας, καθώς φαίνεται, για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού – γιατί η άποψη που εκφράστηκε στον ΣΚΑΙ δεν ήταν μόνο της κυρίας Μάνδρου που τη διατύπωσε, αλλά αντιπροσωπεύει και μεγάλο τμήμα των Ελλήνων, το διαπιστώνει κανείς και στην καθημερινότητα άλλωστε – είναι ότι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δηλαδή τα εργατικά στρώματα και οι χαμηλόμισθοι, εντάσσοντας και όσους ζουν σε περιοχές που δεν φημίζονται για την ευμάρεια των κατοίκων τους, «σπάνια διακρίνονται για το πνεύμα τους, ενώ τείνουν να  εκφράζουν την αντίδρασή τους με μη κόσμιους τρόπους».

Μια εξίσου βαρύνουσα επισήμανση είναι ότι η συμπεριφορά της γυναίκας και το πόσο ευγενικά αυτή θα φερθεί – πόσο μάλλον μέσα σε αυτή την κατάσταση πένθους –  κρίνεται μεταξύ άλλων και από την εξωτερική της εμφάνιση και την περιποίησή της. Διότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η κυρία Μάνδρου στον προσωπικό λογαριασμό της στο facebook, αναρτώντας ένα απολογητικό μήνυμα: «Μίλησα για την εμφάνιση της (Μάγδας Φύσσα), για να καταδείξω το συγκροτημένο της προσωπικότητάς της και επαίνεσα δημόσια την παρουσία της στη δίκη και ως μάνα και ως πολίτη και ως σύμβολο της αντιμετώπισης του ναζιστικού φαινομένου». Αναρωτιέται, βέβαια, κανείς το πώς χαρακτηριστικότερη ένδειξη για την συγκροτημένη προσωπικότητα, δηλαδή τον χαρακτήρα στον οποίον «οι ψυχικές, πνευματικές και διανοητικές δυνάμεις του είναι ολόπλευρα και αρμονικά αναπτυγμένες», αποτελεί η εξωτερική εμφάνιση (που αναμφίβολα είναι ένας από τους διάφορους παράγοντες, αλλά σαφώς όχι ο κυριότερος) και όχι ενδείκτες, όπως ο τρόπος έκφρασης, οι απόψεις ή οι ψυχικές εκδηλώσεις ενός ατόμου.

Σε μία διπλή ανάγνωση της παραπάνω «εξιλεωτικής» ανάρτησης, μπορεί κανείς να εντοπίσει από κοινωνιολογικής απόψεως τη δύναμη του κοινωνικού ελέγχου, δηλαδή «ενός συνόλου ποινών και επιβραβεύσεων, το οποίο έχει στόχο να προλάβει ή να επαναφέρει και να διορθώσει κάθε συμπεριφορά αντίθετη με τους αποδεκτούς κοινωνικούς κανόνες και αξίες». Συγκεκριμένα, η δήλωση της δημοσιογράφου προκάλεσε σωρεία αρνητικών αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με το ελληνικό κοινό να δείχνει ευαισθητοποιημένο σε ζητήματα κοινωνικών στεγανών. Έτσι, μέσω της κινητοποίησης της λεγόμενης «ηθικής ευαισθησίας», δηλαδή της ενσυναίσθησης και της οπτικής περί των ορθών λύσεων σε ένα ζήτημα ηθικής, και κατόπιν ενεργοποίησης του μηχανισμού της κοινωνικής κριτικής, η δημοσιογράφος ανασκεύασε το περιεχόμενο των λεγομένων της, ώστε να βρίσκεται σε αρμονία με το περιβάλλον της.

Πιθανότατα τα περισσότερα από τα παραπάνω ομοιάζουν αυτονόητα και αχρείαστα ειδικής μνείας. Ωστόσο, στόχος του συγκεκριμένου άρθρου είναι, ακριβώς, πέραν της πιο νηφάλιας, κοινωνιολογικής προσέγγισης, να υπενθυμίσει ότι τα στερεότυπα υπάρχουν, όχι για να επαναπαυόμαστε στην τετριμμένη λογική ότι «πάντα θα καραδοκούν και τι περίμενες να αλλάξει», αλλά για να τα καταπολεμάμε. Για να αντιληφθούμε ότι η κοσμιότητα στις αντιδράσεις και το να είσαι Άνθρωπος, είναι ζήτημα χαρακτήρα, παιδείας και ψυχικής και πνευματικής καλλιέργειας, που είναι δικαίωμα όλων μας και όχι προνόμιο μιας ανώτερης τάξης, υπερπλήρους σε υλικά αγαθά.

Πηγή εικόνας: aiesec.org