Η έκκληση για ουσιαστική εκπαίδευση συνιστά την πρώτη απάντηση σχεδόν στα περισσότερα ερωτήματα για κοινωνικές δυσλειτουργίες. Ταυτόχρονα, το εκάστοτε εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται αντικείμενο σφοδρής κριτικής για την ανεπάρκεια και ακαταλληλότητά του να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες διδασκόντων και διδασκόμενων.
Σε αυτό το πλαίσιο κάνει την εμφάνισή του το φαινόμενο της λεγόμενης αποσχολειοποίησης, γνωστό με τον αγγλικό του όρο ως “unschooling”. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μόλις τη δεκαετία του 1970 από τον εκπαιδευτικό John Holt για να εισάγει μια ολόκληρη φιλοσοφία που θα αμφισβητούσε την αποτελεσματικότητα του παραδοσιακού εκπαιδευτικού συστήματος. Στις μέρες μας μάλιστα έχει αρχίσει να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη υποστήριξη σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Αυστραλία.
Κεντρικό άξονα της φιλοσοφίας του unschooling συνιστά το παιδί· οι ανάγκες και οι επιθυμίες του. Θεμελιώδη θέση αποτελεί η έμφυτη τάση του παιδιού να μαθαίνει. Έτσι, ο μαθητευόμενος δεν υπόκειται στον κλασικό σχολικό προγραμματισμό αλλά αφήνεται ελεύθερος να εξερευνήσει τον κόσμο της γνώσης ανάλογα με τα αντικείμενα στα οποία παρουσιάζει έφεση και προτιμά.
Οι τρόποι εκμάθησης μπορούν να ποικίλουν καλύπτοντας μεθόδους όπως επισκέψεις σε χώρους ενδιαφέροντος, διάλογος με άλλους γονείς ή μέντορες, μελέτη βιβλίων κάθε περιεχομένου, παρατήρηση και αλληλεπίδραση με το φυσικό περιβάλλον. Σε ό, τι αφορά τον ρόλο των γονέων, αυτός είναι καθαρά καθοδηγητικός, ενώ απουσιάζουν στοιχεία όπως η αξιολόγηση με βαθμούς ή τα διαγωνίσματα. Βέβαια, όλα αυτά δεν συνεπάγονται και την απουσία κανόνων.
Οι οπαδοί του unschooling τονίζουν κυρίως την ευελιξία που προσδίδει στη μαθησιακή διαδικασία η φιλοσοφία τους. Το παιδί δεν περιορίζεται σε ένα σύστημα στείρων γνώσεων αλλά έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει τις ερευνητικές του ικανότητες και να αποκτήσει νέες γνώσεις βιωματικά, άρα περισσότερο αποτελεσματικά. Δεν πιέζεται από το άγχος της αποτυχίας ούτε εστιάζει σε βαθμολογικές επιδόσεις αλλά επικεντρώνεται στους τομείς που παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Έτσι, έχει μια πιο «προσωπική» εκπαίδευση προσαρμοσμένη στις δικές του ανάγκες και κλίσεις. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι επιλέγει τον τρόπο εκμάθησης που του ταιριάζει, ανάλογα για παράδειγμα με το αν είναι ακουστικός ή οπτικός τύπος και προχωρά με τους δικούς του ρυθμούς, γεγονός που αυξάνει την αποδοτικότητά του.
Ωστόσο, όσο θελκτικό και αν παρουσιάζεται το εκπαιδευτικό πλαίσιο που εισηγείται η φιλοσοφία του unschooling, δεν παύει να εγείρει και έντονους προβληματισμούς. Αρχικά, ακόμη και στην περίπτωση που οι γονείς είναι σωστοί καθοδηγητές, αυτό δεν τους καθιστά απαραίτητα και εκπαιδευτικούς με την απαραίτητη κατάρτιση και τα εφόδια διδασκαλίας. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι όταν το παιδί επικεντρώνεται μόνο σε όσα του αρέσουν, διακινδυνεύει να μην έχει μια ολιστική μόρφωση ή να παραλείψει σημαντικά κομμάτια αυτής, μόνο και μόνο επειδή δεν τα προτιμά. Κάτι τέτοιο όμως σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα περιορίζει την αντίληψη του ατόμου απέναντι στις διαφορετικές απόψεις· έχει αναπτύξει μία μονόπλευρη θέαση των πραγμάτων ανάλογα με το τι του είναι αρεστό.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι όσο προβληματικό και αν εμφανίζεται το παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν παύει να αποτελεί πιστή και ρεαλιστική μικρογραφία της κοινωνίας μας. Αυτό το καθιστά χρήσιμο εργαλείο για τη μύηση του παιδιού στην κοινωνία –με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της, ακόμη και αν τα δεύτερα συχνά υπερισχύουν. Επιπλέον, το παιδί μαθαίνει να υπακούει σε κανόνες που είναι κοινοί για όλες και όλους, όπως ακριβώς θα είναι μεταγενέστερα και οι νόμοι της Πολιτείας.
Για να είμαστε ρεαλιστές, η κριτική που ασκείται από τη φιλοσοφία του unschooling στην παραδοσιακή εκπαίδευση δεν είναι αβάσιμη. Μολαταύτα, πρέπει να αποτελέσει μάλλον εφαλτήριο για τη βελτίωση του παραδοσιακού εκπαιδευτικού συστήματος παρά για την κατάργησή του.
Και το βασικότερο επιχείρημα υπέρ αυτής της θέσης , είναι η ανάγκη να αναβαθμιστεί το σχολείο από εν δυνάμει δεξαμενή ίσων ευκαιριών σε πραγματικό φορέα αυτών. Με δεδομένο μάλιστα ότι όλα τα παιδιά δεν προέρχονται από το ίδιο κοινωνικό, μορφωτικό ή οικονομικό περιβάλλον και ως εκ τούτου ακόμη και αν δεν ξεκινάμε όλοι και όλες από την ίδια βάση, το σχολείο πρέπει να παρέχει τις ευκαιρίες και τα εργαλεία εκείνα, ώστε κάθε παιδί να διαθέτει τουλάχιστον τα βασικά εφόδια, για να διεκδικήσει τους στόχους και τα όνειρά του. Και αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο η παιδεία πρέπει πάση θυσία να παραμείνει δημόσιο αγαθό. Επιδεχόμενο πολλών βελτιώσεων αναμφίβολα, αλλά σε κάθε περίπτωση δημόσιο. Οποιαδήποτε εναλλακτική μορφή εκπαίδευσης, όπως και η ιδιωτική, μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά.
Πηγή εικόνας: healthline.com