Μία νομική ανάλυση του εξωτερικού συνεργάτη, Νικόλα Φασκιανουδάκη.

Η σαρωτική εξάπλωση του COVID-19 συνεχίζεται καθημερινά. Οι κοινωνίες πασχίζουν να αντιδράσουν σε αυτή την πρωτόγνωρη απειλή, που φαίνεται να αλλάζει τον τρόπο ζωής μας, γεννώντας μια νέα οικονομική κρίση, επιβάλλοντας μέτρα και περιορισμούς που μόνο σε ταινίες ήταν νοητοί και δημιουργώντας οπωσδήποτε αμφιβολία για το μέλλον. Μέσα σε αυτή την κατάσταση, η υπόσχεση ενός εμβολίου κατά του κορωνοϊού φαντάζει σαν μοναδική «σανίδα σωτηρίας». Πράγματι οι επιστήμονες ελπίζουν πως, εως τις αρχές του 2021, η μαζική κυκλοφορία ενός αξιόπιστου εμβολίου διεκδικεί όλο και σημαντικότερες πιθανότητες. Ωστόσο, εγείρεται στο σημείο αυτό ένα σοβαρό ζήτημα: θα μπορούσε ένα τέτοιο εμβόλιο να καταστεί υποχρεωτικό για τον πληθυσμό; Με άλλα λόγια, ο εμβολιασμός θα είναι μια ευχέρεια του κάθε ατόμου ή θα επιβάλλεται από το κράτος στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας;

Το παραπάνω ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, θα γίνει, ωστόσο, μια προσπάθεια έκθεσης των σχετικών ζητημάτων, των δικαιωμάτων που πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξεταστούν και να ερμηνευθούν, καθώς και παρουσίασης της θέσης ορισμένων βασικών κριτηρίων που θα πρέπει να πληροί ένας σχετικός νόμος στο μέλλον.

Το δικαίωμα του προσώπου να αρνείται εξωτερικές επενέργειες στο σώμα του προκύπτει, τόσο απο το λεγόμενο «φυσικό δίκαιο», όσο και απο διάφορες διατάξεις του νόμου, οι οποίες απολαμβάνουν ανώτερης τυπικής ισχύος, πηγάζουν δηλαδή από το ευρωπαϊκό δίκαιο και από το Σύνταγμα των περισσότερων νομικά ανεπτυγμένων κρατών. Όμως το δικαίωμα αυτό, παρ’ ότι καθολικά αποδεκτό, έχει βρεθεί αρκετές φορές σε σύγκρουση με την, επίσης νομοθετικά κατοχυρωμένη, επιθυμία της Πολιτείας να προασπίσει τη δημόσια υγεία και το κοινωνικό συφμέρον. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι συγκρούσεις αυτές καταλήγουν στην κρίση των δικαστικών οργάνων, ειδικά όταν οι γονείς, για διάφορους λόγους που θα εξεταστούν στη συνέχεια, αρνούνται να επιτρέψουν τον εμβολιασμό των παιδιών τους.

Η Ευρώπη είναι διχασμένη ως προς το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφερθεί ο αγγλικός νόμος του 1898, που επέτρεπε την εξαίρεση από τον εμβολιασμό υπό προϋποθέσεις για τους «αντιρρησίες συνείδησης» (=πρόσωπα που λόγω των πεποιθήσεών τους, κυρίως θρησκευτικών και φιλοσοφικών, αρνούνται τον εμβολιασμό). Παρόμοια κατεύθυνση έχουν ακολουθήσει και χώρες όπως η Αυστρία, η Νορβηγία και η Σουηδία. Αντίθετα, αρκετές περιπτώσεις άρνησης των γονέων για εμβολιασμό των ανηλίκων τέκνων τους έχουν ανακύψει στην Τσεχία, μια κοινωνία ιδιαίτερα διστακτική απέναντι στον εμβολιασμό, της οποίας, ωστόσο, η νομοθεσία επιβάλλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, προβλέποντας μάλιστα ποινές για τους αρνητές της σχετικής υποχρέωσης.

Το βασικό νομοθετικό κείμενο που ασχολείται με το εξεταζόμενο ζήτημα είναι η Σύμβαση του Oviedo, η οποία προβλέπει στο άρθρο 5 πως «μια επέμβαση στον τομέα της υγείας μπορεί να διενεργηθεί μόνο αφού το άτομο έχει δώσει την ελεύθερη και κατόπιν πληροφόρησης συγκατάθεσή του». Ιδιαίτερα σημαντικό είναι επίσης το άρθρο 26 που ορίζει ότι «κανένας περιορισμός δεν θα επιβληθεί στην άσκηση των δικαιωμάτων και των προστατευτικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση, εκτός απο όσα ορίζονται απο το νόμο και είναι αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της… δημόσιας υγείας ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων». Συνάγεται, δηλαδή, πως, κατα κανόνα, είναι απαραίτητη η συναίνεση του ατόμου για κάθε πράξη που λαμβάνει χώρα στο σώμα του, όμως τίθεται η εξαίρεση των αναγκαίων περιορισμών που επιβάλλει ο νόμος σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Η ερμηνεία της εξαίρεσης αυτής δεν είναι εύκολο ζήτημα. Τα μέτρα που απαιτούνται σε μια δημοκρατική κοινωνία για την ασφάλεια της δημόσιας υγείας θα κριθούν βάσει ορισμένων αντικειμενικών και ήδη καθορισμένων κριτηρίων, αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εκτιμώνται και ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση. Το συνταγματικό δικαστήριο της Τσεχίας, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα της σχετικής εξαίρεσης, έκρινε πως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι θεμελιώδες αξίωμα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία του κοινού. Το ίδιο έκρινε και το αρμόδιο δικαστήριο της πολιτείας της Μασσαχουσέτης στην υπόθεση – ορόσημο «Jacobson v. Massachusetts». Η νομολογία, όμως, πάντοτε αναγνωρίζει τη σύγκρουση θεμελιωδών δικαιωμάτων  που υφίσταται ανάμεσα στην ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας και στο δικαίωμα του προσώπου να αρνηθεί την επενέργεια στο σώμα του.  Στην ανωτέρω αναφερθείσα υπόθεση της αμερικανικής νομολογίας, ο κατηγορούμενος στο δικαστήριο ισχυρίστηκε πως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός παραβιάζει την ελευθερία του προσώπου, είναι μέτρο αδικαιολόγητο, καταπιεστικό και εχθρικό στο φυσικό δικαίωμα κάθε προσώπου επι του σώματος και της υγείας του.

Ο κυριότερος λόγος άρνησης του εμβολιασμού εντοπίζεται  στις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις του ατόμου. Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο κατισχύει κάθε εθνικής νομοθεσίας των συμβαλλόμενων κρατών λόγω του χαρακτήρα της Σύμβασης ως απολαύουσας ανώτερης τυπικής ισχύος. Στην παράγραφο 2, ωστόσο, το άρθρο αυτό θέτει τον ίδιο περιορισμό που συναντήσαμε παραπάνω, δηλαδή την εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που επιβάλλονται σε μια δημοκρατική κοινωνία, προβλέπονται απο το νόμο και προστατεύουν θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά. Η προστασία της θρησκευτικής συνείδησης αναγνωρίζεται και από το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 13, το οποίο στην παράγραφο 4 προβλέπει ότι «κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί απο την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το κράτος ή να αρνηθεί τη συμμόρφωση προς τους νόμους». Πράγματι, η δημόσια υγεία θεωρείται ερμηνευτικά ως εξαίρεση στην απόλαυση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια διευκρίνηση. Τα παραπάνω αναφερθέντα αποτελούν μόνο τις βασικές διατάξεις που άπτονται του ζητήματος, δεν είναι όμως οι μόνες. Ενδεικτικά, η άρνηση εμβολιασμού επιφέρει κώλυμα συμμετοχής στην παρεχόμενη εκπαίδευση, επίσης δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο. Η άρνηση παροχής εκπαίδευσης λόγω μη υπαγωγής στον εμβολιασμό συνιστά ενδεχομένως και διακριτική μεταχείριση, απαγορευμένη από το ελληνικό Σύνταγμα. Προκειμένου, όμως, να μην δημιουργηθεί ένα δυσνόητο κείμενο νομικής ορολογίας, θα προτιμήσω στο σημείο αυτό να ασχοληθώ με ένα ακόμη σημαντικό θέμα: με ποια κριτήρια θα γίνει η στάθμιση των συγκρουόμεων δικαιωμάτων; Τελικά μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις; Ποιες προϋποθέσεις θα πρέπει να πληροί ένας νόμος που θα καθιερώνει την υποχρέωση εμβολιασμού;

Τα δικαστήρια που έχουν αντιμετωπίσει το σχετικό ζήτημα καταλήγουν στο εξής: η προτιμώμενη πάντα λύση ανάμεσα σε ένα νόμο που επιβάλλει μια υποχρεωτική ενέργεια στο σώμα του ανθρώπου και στα δικαιώματα του ατόμου, που στο ελληνικό Σύνταγμα χαρακτηρίζονται απόλυτα και υπάγονται μόνο σε πολύ συγκεκριμένους περιορισμούς, είναι η στάθμιση και η εξισορρόπηση των εκάστοτε έννομων αγαθών. Στην περίπτωση που συγκρούονται συνταγματικά δικαιώματα, δεν μπορεί πάντοτε το ένα να υπερισχύει του άλλου. Όμως εδώ ο εμβολιασμός είτε θα γίνει είτε δεν θα γίνει. Προς το σκοπό αυτό τα δικαστήρια έχουν κρίνει πως η άρνηση ενός προσώπου θα πρέπει να αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα, ενώ η αρμόδια δημόσια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αρκεί μια επίκληση θρησκευτικού ενδιαφέροντος για άρνηση ενός μέτρου υποχρεωτικού εμβολιασμού, σημαίνει όμως ότι το άτομο δεν θα πρέπει να στερείται της ευκαιρίας να εκθέσει τις απόψεις του και αυτές να εξεταστούν ως προς την δύναμη των πεποιθήσεων που εκφράζουν και το εαν πραγματικά καθιστούν αδύνατη τη συμμόρφωση με ένα τέτοιο νόμο.

Διαφορετική γνώμη φαίνεται να είχε το δικαστήριο στην υπόθεση Jacobson v. Massachusetts, όταν έκρινε (βάσει του αμερικανικού πάντα Συντάγματος) ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα και ότι από τη μία υπάρχει μια σφαίρα απόλαυσης των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών (supremacy of his own will, and rightfully dispute the authority of any human government), αλλά από την άλλη μια οργανωμένη κοινωνία μπορεί να επιβάλλει, αν το επιτάσσουν σημαντικοί κίνδυνοι, λογικoύς περιορισμούς (reasonable regulations) που επιτάσσονται για την προστασία του πληθυσμού. Κατα χαρακτηριστική μάλιστα διατύπωση: «ακόμη και η ελευθερία, το πολυτιμότερο αγαθό όλων, δεν είναι απεριόριστη, ώστε να μπορεί ο καθένας να πράττει, όπως θέλει. Είναι μόνο τότε  ελευθερία (ενν. όταν βρίσκεται) υπό περιορισμούς ουσιώδεις για την εξίσου  απόλαυση των δικαιωμάτων από τους άλλους. Είναι τότε ελευθερία ρυθμιζόμενη από το νόμο».

Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που κάποιος αρνείται τον εμβολιασμό, επειδή θεωρεί πως το εμβόλιο είναι επικίνδυνο ή μη αποτελεσματικό ή όταν συντρέχουν προσωπικοί λόγοι υγείας; Όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό, τα δικαστήρια θεωρούν πως η κρίση περί της αποτελεσματικότητας του εμβολίου ή του περιεχομένου του είναι αφενός κοινή γνώση και αφετέρου ζήτημα των ειδικών να αποφασίσουν και όχι του κάθε ατόμου ξεχωριστά, ούτε καν των δικαστηρίων (αν και σήμερα θα μπορούσε, νομίζω, να διαταχθεί διενέργεια πραγματογνωμοσύνης αν ανέκυπτε σχετικό ζήτημα). Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, τα δικαστήρια εδώ δέχονται πράγματι εξαίρεση. Εάν δηλαδή το άτομο ή ο γονέας αποδείξουν ότι λόγοι υγείας, συγκεκριμένοι και κρινόμενοι κατά περίπτωση, δικαιολογούν την εξαίρεση του ατόμου από τον εμβολιασμό, τότε πράγματι υπάρχει περιθώριο μη υπαγωγής στο πρόγραμμα υποχρεωτικού εμβολιασμού. Η απόδειξη, όμως, κινδύνου υγείας θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη και σαφής, όχι αφηρημένη, βάσει άλλων περιστατικών και υπονοιών.

Όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που επιβάλλονται περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, ένας νόμος που θα επιβάλλει υποχρεωτικό εμβολιασμό θα πρέπει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή να είναι μέτρο πρόσφορο να επιτελέσει τον επιδιωκόμενο σκοπό (μείωση της μετάδοσης και των θανάτων), να μην μπορεί ο επιδιωκόμενος σκοπός να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα και τα οφέλη που αποκομίζονται να είναι σημαντικά περισσότερα από τα βάρη και τους περιορισμούς. Για το δεύτερο και τρίτο κριτήριο αυτής της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις, ως προς την πλήρωσή τους στην επιβολή του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Κατά μειοψηφούσα γνώμη, υπάρχουν άλλα μέτρα ηπιότερα να καταπολεμήσουν τη μετάδοση του ιού και την αύξηση των θανάτων από την απευθείας επιβολή του εμβολιασμού. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνει δεκτό πως η επιβολή προστίμου ή άλλων κυρώσεων στην περίπτωση άρνησης του εμβολιασμού θα πρέπει να είναι τουλάχιστον το ύστατο μέτρο, ενώ θα πρέπει να έχουν προηγηθεί συστάσεις και προσπάθειες πειθούς του ατόμου.

Πρέπει να γίνει κάτι ακόμη σαφές. Οι νομοθεσίες που επιβάλλουν τον εμβολιασμό χρειάζεται να αναφέρουν υποχρεωτικά όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ενδεικτικά τις ασθένειες για τις οποίες θα διενεργείται ο εμβολιασμός, πότε θα διενεργείται, σε ποιους και ποιες θα είναι οι κυρώσεις εάν δεν υπακούσει το άτομο. Επίσης, ο νόμος θα πρέπει να προβλέπει εξαιρέσεις για λόγους υγείας (ίσως θα έπρεπε να περιλαμβάνει και εξαιρέσεις για λόγους θρησκευτικής συνείδησης και πεποιθήσεων, όμως, κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια ρητή πρόβλεψη θα ήταν επικίνδυνη, διότι θα άφηνε ευρύ περιθώριο ερμηνείας και σίγουρα θα αποτελούσε βάση δικαιολόγησης καταχρηστικών ισχυρισμών).

Η Ελλάδα ακολουθεί Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών. Αν και ακόμη δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, η μεταδοτικότητα και ο αυξημένος κίνδυνος που συνιστά ο COVID-19, ίσως οδηγήσουν στον υποχρεωτικό εμβολιασμό σταδιακά. Η υποχρέωση ίσως να μην είναι ευθεία, αλλά να συνάγεται από την απαγόρευση χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων η πρόσβασης στην εκπαίδευση των μη υπαγόμενων στον εμβολιασμό.

Το 2017 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε πως ένα εμβόλιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ελαττωματικό εάν υπάρχουν «συγκεκριμένα και συνεπή στοιχεία», όπως η χρονική απόσταση ανάμεσα στον εμβολιασμό και σε εμφανιζόμενη ασθένεια, η προγενέστερη κατάσταση υγείας του ατόμου και η έλλειψη κληρονομικών παθολογιών. Αναγνώρισε, μάλιστα, το δικαίωμα αποζημίωσης του προσώπου. Αυτή η απόφαση μένει να διαπιστωθεί εάν θα παγιωθεί στη νομολογία μελλοντικά, διότι θα μπορούσε να μεταβάλει σημαντικά την δικαστική κρίση επί των ισχυρισμών για ελαττωματικότητα εμβολίων.

Ήδη η Ρωσία ενέκρινε το πρώτο εμβόλιο κατά του COVID-19. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έκλεισε συμφωνία με την AstraZeneca για την αγορά 400 εκατομμυρίων εμβολίων, τη στιγμή που ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας έκανε λόγο ακόμη και για υποχρεωτικό εμβολιασμό. Σε μερικούς μήνες είναι σχεδόν σίγουρο πως και ο νομοθέτης και τα δικαστήρια θα αντιμετωπίσουν το ερώτημα του επιτρεπτού του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Μένει να δούμε ποια θα είναι η πρακτική που θα ακολουθηθεί.