Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Εμμανουήλ Πανανά,

Πώς ορίζεται η φιλία μεταξύ δύο λαών; Μήπως είναι η μακροχρόνια συνύπαρξη; Μήπως είναι οι κοινές εμπειρίες, ευχάριστες και δυσάρεστες, εμπειρίες χαράς και πόνου; Η ανταλλαγή πολιτισμικών πτυχών και η συνεχόμενη μετακίνηση ανθρώπων, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα το είναι του καθενός;

Η αλήθεια είναι πως όλα τα παραπάνω, και ακόμα περισσότερα, είναι απόλυτα σωστά. Ένα περίτρανο παράδειγμα που επιβεβαιώνει τις ανωτέρω δηλώσεις και εντοπίζεται στα βάθη της ιστορικής εμπειρίας, μέχρι και τις μέρες μας, δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο άλλο από τους δεσμούς αδελφοσύνης μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας.

Οι ελληνο – αρμενικές σχέσεις δύναται να εντοπιστούν από την αρχαιότητα και η ανάπτυξη και εμβάθυνσή τους διαπνέουυν το πέρασμα των αιώνων. Βασικότεροι συνδετικοί κρίκοι αποτελούν οι ισχυροί πολιτικοί, πολιτισμικοί και θρησκευτικοί παράγοντες που έχουν συντελέσει τις διμερείς σχέσεις των δύο λαών, τόσο κατά την κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα, όσο κατά την μεσαιωνική περίοδο, υπό την αιγίδα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήτοι Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και κατά την νεότερη εποχή της νεωτερικότητας.

Οι δεσμοί των δύο λαών υπήρξαν διαχρονικά ισχυρότατοι από άποψη ιστορικής υπόστασης, αλλά συνάμα και σε συναισθηματικό επίπεδο, λόγω των κοινών εμπειριών που έχουν στιγματίσει την μνήμη και την ταυτότητα Ελλήνων και Αρμενίων σε ολόκληρη την πορεία της μακραίωνης συνύπαρξης αυτών.

χάρτης

Χάρτης που δείχνει το αρμενικό βασίλειο πλησίον της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η πρώτη αναφορά στην συνύπαρξη Ελλήνων και Αρμενίων υφίσταται σε σημειώσεις αρκετών αρχαίων Ελλήνων ιστορικών, οι οποίοι επεδίωξαν να παραθέσουν και να προτείνουν ποικίλες ερμηνείες για τις καταβολές των Αρμενίων, με την παλαιότερη διασωζόμενη αναφορά να γίνεται από τον ιστοριογράφο Εκαταίο τον Μιλήσιο το 525 π.Χ.

Αρκετές υπήρξαν οι υποθέσεις που ακολούθησαν στο πέρασμα των αιώνων. Σε επίπεδο γλωσσικού ενδιαφέροντος, κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, στον απόηχο της κοινής τραγωδίας που υπέστησαν οι δύο λαοί και την επιδιωκόμενη γενοκτονία αμφότερων από τους Νεότουρκους, αρκετοί γλωσσολόγοι πρότειναν μία αρκετά ενδιαφέρουσα υπόθεση, κατά την οποία στο πλαίσιο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, η ελληνική και η αρμενική γλώσσα, πιθανόν, να μοιράζονται έναν κοινό γλωσσικό πρόγονο.

Η παραπάνω πρόταση οδήγησε στην πρόταση για αναφορές σε μία ελληνο-αρμενική γλώσσα, ως κλάδου του γλωσσικού «δέντρου», έπειτα από την προσπάθεια ακριβούς χρονολόγησης και ανασύνθεσης της Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας.

Αρκετοί, επίσης, ιστοριογράφοι, φιλόσοφοι και επιστήμονες της αρχαιότητας επεδίωξαν να αναλύσουν περαιτέρω τις κοινές καταβολές και πολιτισμικές σχέσεις των δύο λαών. Ο Ηρόδοτος, αρχικά, υποστήριξε πως οι Αρμένιοι αποτελούν απογόνους των Φρύγων, του αρχαίου λαού, ο οποίος μετανάστευσε προς την Μικρά Ασία, από την Βαλκανική χερσόνησο, οπότε και ονομάστηκαν από «Βρύγες» σε «Φρύγες». Μετέπειτα, ο Παυσανίας αναφέρει πως η καταγωγή των Φρύγων, και συνάμα των απογόνων τους Αρμενίων, προέρχεται από την Αζανία της Αρκαδίας.

Ο Πλάτων με σημαντική οξύνοια και παρατηρητικότητα, εντόπισε από νωρίς αρκετές ομοιότητες μεταξύ ελληνικής και φρυγικής γλώσσας. Επιβεβαιωτικό της σκέψης του Πλάτωνα, αλλά και της κληρονομιάς της ελληνιστικής εποχής, μπορεί να θεωρηθεί πως με την επίσημη δημιουργία της Αρμενικής αλφάβητου που αναπτύχθηκε σύμφωνα με την ιστορική και εθιμική παράδοση το 405 μ.Χ. από τον Αρμένιο γλωσσολόγο και εκκλησιαστικό ηγέτη Άγιο Μεσρώπιο Μαστότς, εντοπίζονται αρκετά κοινά στοιχεία με τα ελληνικά, αλλά και τα γεωργιανά. Ακόμα, ο Στράβων ανέφερε ως προγονική πατρίδα των Αρμενίων, πριν την μετανάστευση προς την Μικρά Ασία, τον Θεσσαλικό κάμπο.

Ομοιότητες μεταξύ των δύο γλωσσών

Στο πέρασμα προς τον πολυτάραχο 20ο αιώνα, οι δύο λαοί γνώρισαν παρόμοια αγωνία και φρίκη, ειδικά κατά την περίοδο 1915 – 1923. Από την πλευρά των Ελλήνων η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και ο επιδιωκόμενος αφανισμός του συνόλου των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολίας στιγμάτισαν το ελληνικό κράτος και την ταυτότητα του ελληνικού έθνους.

Παρομοίως, η Γενοκτονία των Αρμενίων και οι βαρβαρότητες που υπέστη το αρμενικό έθνος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τις λεγόμενες «πορείες θανάτου», αλλά και η ακατάπαυστη άρνηση του διαδόχου αυτής, τουρκικού κράτους να παραδεχθεί τα εγκλήματα του, στιγματίζει ακόμα το γίγνεσθαι της ευρύτερης γεωπολιτικής περιοχής, της καθημερινότητας και ταυτότητας του αρμενικού έθνους.

Επιπρόσθετα, η Ελλάδα αποτελεί μία από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την ανεξάρτητη Αρμενία, στις 21 Σεπτεμβρίου 1991, στον απόηχο της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και του ανοίγματος των σοσιαλιστικών δημοκρατιών προς την Δύση. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που έχουν αναγνωρίσει επίσημα τη γενοκτονία των Αρμενίων, μία από τις λίγες χώρες που επίσημα έχει ποινικοποιήσει την άρνηση και την αμφισβήτηση αυτής και αξίζει να σημειωθεί πως το ελληνικό κράτος, μαζί με την σημαντική αρμενική κοινότητα της Ελλάδας επιδιώκει να διατηρήσει ζωντανή και ακέραιη την ιστορική μνήμη και αλήθεια.

Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί πως οι δύο χώρες αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς εταίρους και συμμάχους σε ανθρωπιστικό, πολιτιστικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο της ευρύτερης περιοχής.

συνάντηση που είχε με τον πρόεδρο της Αρμενίας, Αρμέν Σαρκισιάν, ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας

O πρόεδρος της Αρμενίας, Αρμέν Σαρκισιάν με τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Δένδια. Πηγή εικόνας: Associated Press

Πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν πως οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Αυτό επιβεβαιώνεται και στις σχέσεις Ελλήνων και Αρμενίων. Παραπάνω από 2.500 χρόνια συνύπαρξης, περίπου 1.700 χρόνια κοινής, θρησκευτικής, χριστιανικής συνείδησης, πάνω από 1.500.000 αρμενικές ψυχές, περισσότερες από 353.000 ψυχές Ελλήνων του Πόντου και αμέτρητες ψυχές των λοιπών Ελλήνων, «Ρωμιών», της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης (με αρκετούς να υπολογίζουν μέχρι και πάνω από 1.500.000 θύματα) και λοιπών χριστιανών και μη (πχ Ασσύριοι, Κούρδοι), που σφαγιάστηκαν και αφανίστηκαν απάνθρωπα στον βωμό του μίσους και της μισαλλοδοξίας, στο μεταίχμιο της μετουσίωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας προς το νεότερο τουρκικό κράτος.

Όλα αυτά στιγμάτισαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν την εξέλιξη των σχέσεων δύο λαών, τους οποίους  μπορούμε να ονομάσουμε ως «Αδερφούς», τόσο σε διμερές επίσημα κρατικό επίπεδο, όσο και σε διαπροσωπικό μεταξύ των ελληνικών και αρμενικών κοινοτήτων σε Ελλάδα, Αρμενία και σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.

Ελλάδα και Αρμενία. Δίκαια θα μπορούσε να αναφερθεί πως μία τέτοια σχέση δεν θα μπορούσε να συνοψίζεται καταλληλότερα, απ’ ό,τι λιτά, ρητά και απόλυτα κατανοητά ως «Ελλάς – Αρμενία: Συμμαχία».