Όλοι μας γνωρίζουμε τον μύθο του Νάρκισσου, ο οποίος πέθανε κοιτάζοντας το είδωλό του στα νερά μιας πηγής, επειδή το ερωτεύτηκε.  Πολλές φορές μάλιστα ο όρος χρησιμοποιείται, για να δηλώσει την παθολογική επικέντρωση στο εγώ μας. Τι συμβαίνει όμως, όταν ο ναρκισσισμός μεταφέρεται από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο;

Ως συλλογικός ναρκισσισμός ορίζεται η πεποίθηση ότι η ομάδα στην οποία ανήκει κανείς είναι ανώτερη από τις υπόλοιπες και, ενώ χρήζει ξεχωριστής προσοχής, δεν την απολαμβάνει. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα μέλη της ομάδας δεν επιζητούν ισοτιμία, αλλά προνομιακή μεταχείριση.

Σε ένα φαινόμενο συλλογικού ναρκισσισμού η εξιδανίκευση της ομάδας είναι δυνατό να προέρχεται είτε από το άτομο μεμονωμένα (δηλαδή ο ένας ανυψώνει στο ιδανικό το σύνολο) είτε από τα μέλη συνολικά (δηλαδή οι πολλοί εξιδανικεύουν την ομάδα). Οι ομάδες, για τις οποίες γίνεται λόγος, μπορεί να διακρίνονται βάσει εθνικότητας, φύλου, ιδεολογίας, θρησκείας· ενδέχεται ακόμη να πρόκειται για επαγγελματικές οργανώσεις, ποδοσφαιρικές ομάδες ή «αδελφότητες» πανεπιστημίων. Εν δυνάμει αίτια που πυροδοτούν την περιγραφόμενη κατάσταση αποτελούν η οικονομική ή στρατιωτική ισχύς, η ηθική, ο πολιτισμός, η αγάπη του Θεού.

Το συνηθέστερο, ωστόσο, είναι ο συλλογικός ναρκισσισμός να συνδέεται με τις έννοιες του έθνους ή της θρησκείας . Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, χαρακτηριστικά παραδείγματα συλλογικών ναρκισσιστών αποτελούν, τόσο οι οπαδοί της ναζιστικής Γερμανίας με το δόγμα περί ζωτικού χώρου και Αρίας φυλής, όσο και τζιχαντιστές του ISIS, που θεωρούν ότι υπερασπίζονται την θρησκεία τους έναντι των Δυτικών ή αντίστοιχα, όσοι Πολωνοί δηλώνουν οπαδοί του αντισημιτισμού. Επίσης, ο συλλογικός ναρκισσισμός συχνά σχηματίζει τις βάσεις πάνω στις οποίες οικοδομούνται ο φασισμός και η τρομοκρατία.

Πολλές φορές συναντάται με τον εθνικισμό. Επισημαίνεται ότι οι δύο έννοιες, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία παρουσιάζουν την εξής διαφοροποίηση ως προς το κίνητρο και τον τρόπο εκδήλωσης της επιθετικότητας: ο εθνικισμός πηγάζει από την επιδίωξη κυριαρχίας του ανώτερου έθνους, γι’ αυτό και δεν παραδέχεται αδυναμίες, αλλά χρησιμοποιεί τη βία επιθετικά, προκειμένου να πετύχει αυτή την κυριαρχία. Από την άλλη, ο συλλογικός ναρκισσισμός στοχεύει στην απόδειξη της ανωτερότητάς της ομάδας, η οποία, όμως, απειλείται από εξωτερικούς κινδύνους· έτσι χρησιμοποιεί τη βία, προκειμένου να αμυνθεί. Βέβαια, πολλές φορές οι εθνικιστές χρησιμοποιούν την απουσία αναγνώρισης του συνόλου όπου ανήκουν, ως επιχείρημα για να προσηλυτίσουν τους συλλογικούς ναρκισσιστές στους αγώνες τους.

Οι συλλογικοί ναρκισσιστές εμφανίζουν τάσεις εκδικητικότητας, μανία καταδίωξης, υπερευαισθησία στην αρνητική κριτική προς την ομάδα τους και είναι επιρρεπείς στις θεωρίες συνομωσίας. Συνηθισμένο απότοκο του φαινομένου είναι η προκατάληψη σε βάρος μειονοτήτων, καθώς και ο σεξισμός. Επιπλέον, σε πολιτικό επίπεδο, υποστηρίζουν ακροδεξιά κόμματα και παρατάξεις με έντονο το στοιχείο του λαϊκισμού. Άλλα στοιχεία που συνθέτουν το κάδρο των αποτελεσμάτων του συλλογικού ναρκισσισμού αποτελούν ο εθνικισμός, η εχθρότητα προς τις άλλες ομάδες και η υποστήριξη σε δράσεις βίας, εξτρεμισμού και τρομοκρατίας.

Ένα από τα πιο επίκαιρα παραδείγματα συλλογικού ναρκισσισμού είναι η επίθεση στο Όσλο και στην Ουτόγια στις 22/7/2011. Η επίθεση έγινε από τον Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, ο οποίος επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο με το αίτημα του δράστη για αποφυλάκιση υπό όρους .

Η πρώτη επίθεση πραγματοποιήθηκε με βόμβα στην κυβερνητική συνοικία του Όσλο και στόχευε τον τότε πρωθυπουργό, Γιενς Στόλτενμπεργκ, ενώ η δεύτερη πραγματοποιήθηκε με τις εν ψυχρώ δολοφονίες νέων στην κατασκήνωση στο νησί Ουτόγια, που διοργανωνόταν από το τότε κυβερνών Εργατικό Κόμμα (ο Μπρέιβικ έφτασε στο νησί, για να επιτεθεί στην πρώην πρωθυπουργό, που παρέδιδε ομιλία εκείνη τη μέρα στη νεολαία του Εργατικού Κόμματος, ωστόσο δεν την πρόλαβε). Οι επιθέσεις είχαν διαφορά λίγων ωρών και οδήγησαν σε 77 θανάτους (οι 8 στην έκρηξη, οι 69 στο νησί) και 319 τραυματίες.

Το συμβάν συνιστά την πιο φονική επίθεση στη Νορβηγία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, και την πιο φονική στην ιστορία με δράστη μεμονωμένο άτομο. Επίσης, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι κομβικό ρόλο στον μακάβριο επίλογο διαδραμάτισε η ανετοιμότητα της αστυνομίας που άργησε να επέμβει: χαρακτηριστικά μάλιστα, τα ελικόπτερα των δημοσιογράφων έφτασαν στο νησί Ουτόγια πολύ νωρίτερα από αυτά των αρχών, ενώ όσοι κατάφεραν να σωθούν, χρωστούν στην πλειονότητά τους τις ζωές τους σε πολίτες.

Περνώντας στην σκιαγράφηση του Μπρέιβικ, στο μανιφέστο του αυτοχαρακτηρίζεται ως «φασίστας και εθνικοσοσιαλιστής» και υιοθετεί ακροδεξιές λαϊκιστικές απόψεις. Στρέφεται κατά του Ισλάμ, και θεωρεί το τελευταίο, μαζί με τον φεμινισμό και τον «πολιτιστικό μαρξισμό», δηλαδή την πολυπολιτισμικότητα, αιτίες εξάρθρωσης της χριστιανικής δυτικής κοινωνίας. Πιστεύει ότι μόνο η πατριαρχία θα σώσει την υπό διάλυση Ευρώπη και παρότι ο ίδιος δηλώνει οντινιστής ως προς το θρήσκευμα, υιοθετεί τον χριστιανισμό ως στοιχείο του πολιτισμού του.

Ασπάζεται την θεωρία συνομωσίας της Ευραβίας (δηλαδή ένα σχέδιο εξισλαμισμού της Ευρώπης, με καθοδηγητές τη Γαλλία και τις αραβικές χώρες). Ζητεί την απέλαση των μουσουλμάνων από την Ευρώπη μέχρι το 2082 και προτρέπει νέα ανάληψη Σταυροφοριών. Επιπρόσθετα, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, ώστε στη δίκη του να μην του αποδοθεί το ακαταλόγιστο, διότι ισχυριζόταν ότι έπραττε το αναγκαίο. Γι’ αυτό άλλωστε, ενώ ομολόγησε τα αδικήματα, δεν παραδέχτηκε ποτέ την ενοχή του. Μάλιστα, η δεύτερη επιτροπή που τον εξέτασε, σε αντίθεση με την πρώτη, πιστοποίησε πως είχε συνείδηση των πραττομένων του κατά την τέλεση της πράξης.

Γίνεται, λοιπόν, εμφανές ότι πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα συλλογικού ναρκισσιστή. Αυτός ο τρόπος σκέψης του μολαταύτα, του στέρησε και την ελευθερία. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη (21 χρόνων βάσει του νορβηγικού συστήματος) με δυνατότητα επανειλημμένης παράτασης για 5 έτη, εφόσον συντρέχει κίνδυνος για την κοινωνία.

Και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η κοινωνία θα είναι ασφαλής με τον Μπέιβικ ή άτομα σαν αυτόν ελέυθερους.

Πηγή εικόνας: CBS News